Κυριακή 11 Απριλίου 2010
Κυριακή του Θωμά
(Πραξ. 5, 12-20)
Των Αποστολων το Κηρυγμα
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀντιπάσχα, ἀναφέρεται στά δείγματα τῆς πίστεως, πού εἶναι τά «σημεῖα» ὅσων πίστεψαν ἀλλά καί πιστεύουν στόν Ἀναστάντα Χριστό. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος διαβεβαίωνε, «σημεῖα δέ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουήσει· ἐν τῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· ὄφεις ἀροῦσι· κἄν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει· ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσιν» (Μάρκ. 16, 17-18), ἡ ὁποία καί ἐκπληρώνεται ἤδη, ἀφοῦ μέ τά χέρια τῶν Ἀποστόλων λίγες ἡμέρες μετά τήν Πεντηκοστή ἔβγαινε ἡ δύναμη καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί πλημμύριζε τό λαό.
Ὁ ἁπλός κόσμος ἔβλεπε τά γεγονότα αὐτά πού κάθε στιγμή γίνονταν καί πλησίαζε μέ ἐμπιστοσύνη τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι σέ καθημερινή βάση ἐκεῖ στά Ἱεροσόλυμα δίδασκαν τόν λαό γιά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ
Ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων σημειώνει, πώς ὁ λαός ἀποκτοῦσε μιά συμπάθεια καί ἐμπιστοσύνη στούς κήρυκες τοῦ Χριστοῦ καί κουβαλοῦσε κοντά τους τά προβλήματα του. Ἔφερνε τούς ἀρρώστους καί τούς ἀράδιαζαν στή σειρά, καί ὁ Πέτρος μετά τό κήρυγμα περνοῦσε ἀπό κοντά τους καί λέγοντάς τους, πώς μέ τή δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου θεραπεύονται. Σημειώνει ὁ Λουκᾶς, πώς καί μόνο ἡ σκιά τοῦ Πέτρου ἀρκοῦσε νά πέσει ἀπάνω τους ὥστε νά λάβουν τή θεραπεία τους.
Πέρα ὅμως ἀπό τίς εὐεργεσίες αὐτές, τόν κόσμο αὐτόν τόν ὠθοῦσε πρός τούς Ἀποστόλους ἡ ἐξαγγελία τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ, ἀπό ἀνθρώπους κοντινούς στό Ναζωραῖο. Ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους τῶν Ἱεροσολύμων γνώριζαν περί «τῶν συμβεβηκότων ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείνας», καί ζητοῦσαν περισσότερες πληροφορίες γύρω ἀπό τό πρωτάκουστο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς του. Ἡ διαβεβαίωση καί πρό πάντων ἡ ἁπλότητα πού εἶχαν τά λόγια τους, ἔδειχναν καθαρά τήν εἰλικρίνεια τῶν λεγομένων του καί αὐτό ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως καί πίστεως στά ὅσα κήρυσσαν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι γεγονός ὅτι τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού πρωτακούστηκε, διατήρησε μιά δυναμική πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά τό ἀποδέχονται ἀπό τότε, ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Ἀποτέλεσε ὅμως καί ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ καί πρόσκομμα πολλῶν, πού ζητοῦν λογικές ἀποδείξεις γιά τό πῶς τῆς Ἀναστάσεως. Τό βλέπουμε καθαρά νά ἀποτελεῖ ἀπό τίς πρῶτες κιόλας στιγμές σημεῖο σκανδάλου, πού κάνει τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά μιλήσει και νά γράψει γιά τό λόγο τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, «ὅτι ἡμεῖς κηρύσσομεν Χριστόν ἐστυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν» καί πώς «εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας… ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. 1, 23, 21, 27).
Ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ προσφέρει ζωή καί δύναμη στήν Ἐκκλησία. Τήν πίστη αὐτή τή διακήρυξαν ἀπό τήν πρώτη στιγμή οἱ Ἀπόστολοί Του. Αὐτή ἡ πίστη συνεχίζεται νά διατρανώνεται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο κι ἄν κάποιοι θεωροῦν τό κήρυγμα γιά τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση «μωρία» ἤ «σκάνδαλο». Δικαίωμά τους. Γιά μᾶς ὅμως τούς πιστούς αὐτό τό ἄγγελμα, παραμένει «Θεοῦ σοφία καί δύναμις» (Α’ Κορ. 1, 24), βεβαιότητα νίκης, γιατί προέρχεται ἀπό Ἐκεῖνον πού λέει: «πᾶν τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τό κόσμον· καί αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α’ Ἰωάν. 5, 4).
Καί ἐμεῖς μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Ἀρχηγό τῆς Ζωῆς καί Σωτηρίας διατρανώνουμε, «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν…». Αὐτή εἶναι τό μήνυμα τῶν Ἀποστόλων, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά κλήση στόν ἄνθρωπο σέ μιά ὀντολογική του ἀλλαγή πού ἐπέρχεται μέσα ἀπό τή δυναμική τῆς μετανοίας καί τῆς συσσωματώσεώς μας στό ἀναστημένο Θεανθρώπινο Σῶμα. Νά εἶσαι χριστιανός σημαίνει νά γνωρίζεις ὅτι ζεῖς μέσα σ’ ἕνα μεταλογικό, καί ὡστόσο βέβαιο τρόπο πού ἀλλοιῶς τό λέμε πίστη, βεβαιότητα, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή κάθε ζωῆς, καί ἑπομένως ἡ ἴδια μου ἡ ζωή, «καί ἡ ζωή ἐφανερώθη καί ἑωράκαμεν, καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρός τόν Πατέρα, καί ἐφανερώθη ἡμῖν» (Α’ Ἰωάν, 1, 2). Μονάχα ἡ κατοχή τοῦ Χριστοῦ σάν Ζωῆς, καί ἡ κοινωνία μαζί Του, πού δίνει ἡ βεβαιότητα τῆς παρουσίας Του, νοηματοδοτοῦν τή διακήρυξη τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστά-σεώς Του σάν μιᾶς νέας ζωῆς, πού βγαίνει μέσα ἀπό τό παράδοξο τοῦ θανάτου. Μέσα ἀπό τή διακήρυξη αὐτή μποροῦμε νά γευόμαστε αὐτό, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν Μεγάλη Νύκτα τῆς Ἐγέρσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄν θέλουμε νά ζήσουμε χωρίς νά γευθοῦμε τήν πίκρα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε μέσα ἀπό τή Ζωή τοῦ Ἀναστάντος. Ἡ λαχτάρα μας γιά ζωή, γίνεται πραγματικότητα, μόνο ὅταν κατορθώσουμε νά ξεπεράσουμε τήν ἀποδέσμευσή μας ἀπό τά σχήματα τοῦ «αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος», καί δοῦμε καθαρά πώς μέσα ἀπ’ αὐτήν πραγματοποιεῖται τό πέρασμα ἀπό τή θνητότητα στήν ἀνάσταση, στήν ἀπαρχή «ἄλλης βιοτῆς», στό «περισσόν τῆς ζωῆς καθαρά τήν Ἀναστάσιμη βεβαιότητα.
Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε πάλι νά ζοῦμε, ἀφοῦ ἡ Αὐτοζωή, ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά τόν καταλύσει ὁ θάνατος, τουτέστι ὁ διάβολος.
Ὅλοι μας ἔχουμε θέση στήν πανανθρώπινη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Χωρίς διακρίσεις καί σχηματισμούς, γι’ αὐτό καί προσκαλούμαστε ἀπό τό Χριστό στό ἀναστάσιμο πανηγύρη: «Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί φαιδρᾶς πανηγύρεως…