Κυριακή Η' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 14, 14- 22).
Τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ “τῶν πέντε ἄρτων καί τῶν δύο ἰχθύων“, καί μαζί τόν ἀσύλληπτο γιά τή λογική μας χορτασμό τόσου μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων, “ἄνδρες ὡσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικῶν καί παιδίων“, μᾶς διηγεῖται καί σήμερα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ματθαῖος.
Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός σύμφωνα ἔγινε στή Γαλιλαία, λίγο μετά τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστῆ, μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ἀρκετῶν χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔφαγαν ἀπό τό ψωμί καί τά ψάρια, πού εὐλόγησε ὁ Χριστός, καί χόρτασαν τήν πεῖνά τους.
“ἑπτά ἄρτοι καί λίγα ὀλίγα ἰχθύδια“
Τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καί τῶν δύο ἰχθύων τό διηγοῦνται καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές. Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη παρόμοια διήγηση, πού τήν διασώζουν μόνο οἱ Εὐαγγελιστές, Ματθαῖος καί Μᾶρκος. Στή δεύτερη αὐτή διήγηση σημειώνεται, ὅτι εὐλογήθηκαν “ἑπτά ἄρτοι καί λίγα ὀλίγα ἰχθύδια“, καί χόρτασαν “τετρακισχιλίοι ἄνδρες χωρίς παιδίων καί γυναικῶν“. Στή διήγηση τοῦ πρώτου θαύματος σημειώνεται ὅτι: “ἦραν τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις“. Ἐνῶ στή δεύτερη διήγηση “τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων ἦραν ἑπτά σπυρίδας πλήρεις“, δηλαδή ἑφτά γεμάτα κοφίνια. Καί τό δεύτερο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἔγινε στή Γαλιλαία λίγο μετά τήν μετάβαση τοῦ Κυρίου “εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος” καί τήν ἐκεῖ θεραπεία τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας.
“Τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβατε; οὔπω νοεῖτε, οὐδέ μνημονεύετε τούς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καί πόσους κοφίνους ἐλάβετε; οὐδέ τούς ἑπτά ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καί πόσας σπυρίδας ἐλάβατε;” (Ματθ. 16, 8-10)
Ὅταν κάποια στιγμή οἱ μαθητές ἀποθαρρημένοι, πού βρέθηκαν στήν ἐρημιά χωρίς φαγητό, ὁ Χριστός, τούς ὑπενθύμισε καί τά θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ, πού φαίνεται νά εἶχαν ξεχάσει τούς εἶπε χαρακτηριστικά· “Τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβατε; οὔπω νοεῖτε, οὐδέ μνημονεύετε τούς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καί πόσους κοφίνους ἐλάβετε; οὐδέ τούς ἑπτά ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καί πόσας σπυρίδας ἐλάβατε;” (Ματθ. 16, 8-10), πού δείχνουν τήν πραγματοποίηση τῶν δυό αὐτῶν ξεχωριστῶν θαυμάτων.
Τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, ἔχει νά κάνει μέ τούς μαθητές. Κάποια δηλαδή στιγμή εἶχαν σταλεῖ οἱ μαθητές σέ μιά περιοδεία σέ χωριά τῆς Γαλιλαίας. Μετά τήν ἐπιστροφή τους δέχθηκαν τήν πρόταση τοῦ Χριστοῦ νά μεταβοῦν γιά ἀνάπαυση σέ μιά ἀπομακρυσμένη περιοχή. Ἡ μετάβαση αὐτή εἶχε τό σκοπό καί τή σωματική ἀνάπαυση καί τόν πνευματικό τους ἀνεφοδιασμό. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς ἔτσι καί οἱ μαθητές “οὐδέ φαγεῖν ηὐκαίρουν“, ἐπειδή “ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καί ὑπάγοντες πολλοί“, ἔτσι καί τώρα τήν μετάβαση στήν ἐρημιά ἐκεῖνο, πού ἤθελαν ἦταν ἡ ξεκούραση γι’ αὐτό καί μαζί τους πῆραν λίγες προμήθειες. Ὅμως “ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν πεζοί ἀπό τῶν πόλεων“. Στήν ἐρημιά αὐτή τό πλῆθος ἀνθρώπων μαζεύτηκε γύρω ἀπό τό Χριστό. Ὁ ἁπλός κόσμος ἐπιθυμοῦσε ν’ ἀκούσει λόγο παρακλήσεως καί νά χορτάσει ἡ καρδιά του τήν ὑπαρξιακή της πεῖνα. Ὁ κόσμος αὐτός χόρτασε ἀπό τήν παρουσία καί τό λόγο παρακλήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως κάποια στιγμή χρειάστηκε φαγητό γιά νά χορτάσει καί τή σωματική του πεῖνα. Θέλησαν ὅλο αὐτό τό πλῆθος κάτι νά φάει, ὅμως ἐκεῖ στήν ἐρημιά τοῦ τόπου δέν ὑπῆρχε κάτι, πού θά μποροῦσε νά χορτάσει τήν πεῖνα ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλήθους.
Ὁ χορτασμός τους θά γίνει θαυματουργικά μέσα ἀπό τήν εὐλογία τοῦ ἄρτου. Τά λίγα ψάρια καί τά πέντε ψωμιά θά γίνουν τροφή στούς πεινασμένους.
Ἡ εὐλογία αὐτή εἶναι καί μιά τυπολογική πράξη. Τήν ὥρα ἐκείνη, οὔτε οἱ μαθητές κατάλαβαν τήν προέκτασή της. Ἀργότερα μέσα ἀπό τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατανόησαν τήν πράξη τῆς εὐλογίας τοῦ ἄρτου ἀντιστοιχίζοντας μέ τόν ἄρτο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Αὐτή ἡ διατροφή στήν ἔρημο εἶναι μιά προτύπωση τοῦ χορτασμοῦ ὅλων μας ἀπό τόν εὐχαριστιακό ἄρτο, μέσα ἀπό τό μυστήριο μέ τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται ἡ τροφοδοσία τῆς ζωῆς μας ἀπό τήν τροφή, πού εἶναι τό μοναδικό ἀντίδοτο κατά τοῦ θανάτου.
Σύμφωνα μέ τήν ἰουδαϊκή παράδοση ὁ χορτασμός τῶν πεινασμένων ἀποτελεῖ τό σημάδι τῆς μεσσιανικότητος Ἐκείνου πού θά τό ἐπιτελοῦσε.
Ἡ Ἐκκλησία εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς εἶδε στό θαῦμα αὐτό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός τούς πεινασμένους τήν παρουσία τοῦ “ἄρτου τῆς Ζωῆς“, πού τρώγωντάς τον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ζεῖ αἰώνια. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀμέσως μετά τήν καταγραφή τοῦ θαύματος διασώζει μιά ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ στήν ὁποία γίνεται λόγος γιά τήν βρώση τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς: “ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς… ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα” (Ἰωάν. 6, 48, 51).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων σημειώνει, ὅτι σ’ αὐτό ἔχουμε τήν προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί πράγματι κάνοντας μιά ἀναγωγή ἀνάμεσα στά δυό αὐτά θαυμαστά σημεῖα βλέπουμε τή σχέση ἀνάμεσα στό χορτασμό τοῦ πλήθους, μέ τόν συνεχή χορτασμό μυριάδων ἀνθρώπων πού κάθε στιγμή σέ κάθε θεία Λειτουργία γεύονται τή “σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου” μέσα ἀπό τό ἁπλό ψωμί καί κρασί καί γίνονται κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου “σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ“.
Μέ τή συνειδητή μας προσέλευση στό εὐχαριστιακό Δεῖπνο χορταίνουμε τήν ὑπαρξιακή μας πεῖνα καί δίψα, γιατί ἤδη γευόμαστε τήν τροφή τῆς ἀθανασίας. Ζοῦμε, κι ἄν πεθάνουμε βιολογικά ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε γεννημένοι ἤδη στήν ὄντως ζωή “ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα” (Ἰωάν. 11, 25- 26). Ζεῖ, δηλαδή, τή ζωή τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός σώζει τούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό τό εὐχαριστιακό μυστήριο, πού ἀποτελεῖ τήν ἁπτή πραγματικότητα τῆς συνδέσεώς μας μαζί Του, γι’ αὐτό ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκκλησία καί θεία Εὐχαριστία ταυτίζονται.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ ἄνθρωπος πεινᾶ. Ὁ Χριστός εἶναι “ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς” (Ἰωάν 6, 48), πού χορταίνει τήν πεῖνα μας. Ὁ Χριστός εἶναι καί παραμένει ἀνεξάντλητος. Εἶναι “ἀείζωος καί ἀκένωτος πηγή“. Χορηγεῖ καί περισσεύει γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Καί τή στιγμή αὐτή, ἐδῶ στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας προσφέρει τή δυνατότητα κορεσμοῦ τῆς πείνας μας ἀπό τήν παρουσία Του στά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Μιά καί εἶναι ὁ οὐράνιος ἄρτος πού τρέφει τήν ὑπόστασή μας, καί τήν ἁγιάζει. Ἔτσι γινόμαστε τοῦ Χριστοῦ, ” σύσσωμοι καί σύναιμοί” Του.
(πΚΦ )