Κυριακή Των Αγίων Πατέρων
(Ἰωάν.17, 1-13).
Οἱ Πατέρες βέβαια ὄχι μόνο τῆς Πρώτης, ἀλλά καί τῶν ἄλλων Συνόδων, Οἰκουμενικῶν, ἤ Τοπικῶν, προσπάθησαν νά παρουσιάσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἑρμηνεύοντας τό θεανθρώπινο Πρόσωπό Του, μέσα ἀπό τή βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητός Του. Ἔχει καταγραφεῖ ὅτι οἱ Πατέρες μέσα ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὁριοθέτησαν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ συνείδηση τῶν πιστῶν ἀναγνώρισε στά πρόσωπά τους ἕνα ἔργο παρόμοιο μέ ἐκεῖνο τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παναγία πρόσφερε τό σῶμα της γιά τήν ἱστορική σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ Πατέρες μέ τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους, τά διανοητικά χαρίσματα πού εἶχαν, βοήθησαν νά προσλάβει ἡ ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ τήν ἱστορική “σάρκα” τῆς γλώσσας τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ αἱρετικοί καί τότε, ἀλλά καί κάθε στιγμή ἐπιχειροῦν μέσα ἀπό λογικές κατηγορίες νά παρουσιάσουν τό ὑπέρλογο, τό ὁποῖο ὅμως ἀπαιτεῖ τήν πίστη καί ὄχι τή λογική γιά τήν προσέγγισή του. Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι φιλοσοφικό πρόβλημα, μέ τό ὁποῖο μπορεῖ νά πειραματίζεται ἡ ἀνθρώπινη σκέψη. Τό Θεανθρωπινο Πρόσωπο ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί καμμιά λογικότητα δέν χωρεῖ στήν ὑπερλογικότητα, γιατί ἄν λογικά ἐπιχειρήσουμε νά ἐξηγήσουμε τά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Θεανθρωπίνου μυστηρίου, φιλοσοφοῦμε καί δέν θεολογοῦμε. Ἕνας Θεός πού λογικά ἐξηγεῖται, παύει νά εἶναι Θεός, εἶναι κατασκεύασμα κάποιου ἀνθρωπίνου ἐγκεφάλου. Καί ἕνα τέτοιο Θεό δέν τόν χρειαζόμαστε, μιά καί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τή σώζουσα ἀλήθεια.
Ὁ Ἄρειος πρεσβύτερος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας προσπαθώντας νά ὑπερασπίσει τήν ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά μείνει συνεπής στίς ἀπαιτήσεις τῆς φιλοσοφικῆς του σκέψεως δίδασκε, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι “ὁμοούσιος“, δηλαδή τῆς ἴδιας οὐσίας, μέ τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά διαφορετικῆς οὐσίας, πού ἐν προκειμένῳ ἦταν κτιστή καί δημιουργημένη πρίν ἀπό κάθε ἄλλο κτίσμα. Μέ τό τρόπο αὐτό παρασύρονταν στίς ἀπαιτήσεις μιᾶς ὀρθολογικῆς σκέψεως, πού ὑποβάθμιζε τόν Θεό Λόγο σέ κτίσμα, δημιούργημα.
Ἀλλά ἄν ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι Θεός, τότε σωτηρία δέν ὑπάρχει, καί ὅσα διδάσκονται ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι μυθεύματα. Ὅταν ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ κλονισθεῖ, τότε χάνεται καί ὁ ἄνθρωπος.
Στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὅπως καί στίς λοιπές Συνόδους διακηρύχθηκε ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεανθρωπίνου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, πού ὁδηγεῖ στή θέωση τόν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπό τό Θεανθρώπινο Πρόσωπο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετάσχει κατά χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει, πώς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει κατά χάρη, αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι κατά φύση. Ὁ σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος γίνεται ἡ γέφυρ μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ἔτσι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε σέ πορεία γιά τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁριοθετοῦν τό πλαίσιο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Καθοδηγούμενοι μέ τήν ἔμπνευση καί Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθιερώνουν τήν καθαρότητα τῶν κριτηρίων, πού πρέπει νά προσλάβει ἡ ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ὥστε νά ψαυθεῖ ἀπό τήν ἱστορική σάρκα τῆς γλώσσας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι προπάντων ἑνότητα πίστεως τῶν μελῶν της. Γινόμαστε Ἐκκλησία, ἐπειδή ἀποδεχόμαστε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Τό Εὐαγγέλιο ἔχει μιά ἀκεραιότητα. Εἶναι ἕνα ὅλο. Καί ὁ ἄνθρωπος πού μέ τό βάπτισμά του γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά κομματιάζει τήν Ἀλήθεια καί ἐπιλεκτικά νά παίρνει ὅ,τι νομίζει πώς εἶναι στά μέτρα του. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι Μία καί δέν μερίζεται. Ὁ αἱρετικός εἶναι ἐκεῖνος πού τεμαχίζει καί ἐπιλέγει ὅσα ἱκανοποιοῦν τό ἐγώ του.
Οἱ Πατέρες μέ τρόπο ἀδιάψευστο μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν τήν “ὁμοουσιότητα” τοῦ Λόγου, πού σαρκώνεται ἐν χρόνῳ “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου“, προκειμένου νά χαρίσει τή λύτρωση στόν ἄνθρωπο. Γίνονται ἔτσι τό ἐχέγγυο τῆς γνησίας ἑρμηνείας τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, προσφέροντας τό πλαίσιο βιώσεως τοῦ γεγονότος τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Ἀγαπητοί Ἀδελφοί,
Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, καί στήν συνέχεια τῶν Πατέρων, μέχρι σήμερα, αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαφυλάσσεται ἀκέραια καί ἀνόθευτη, γιατί μόνο ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία μας. Ἡ Ἀρχιερατική Προσευχή τοῦ Χριστοῦ, πού διδάσκεται στήν σημερινή περικοπή, ἐπικεντρώνεται σέ καίριες λέξεις: ” ἵνα ὦσιν ἕν“. Ἡ ἑνότητα δείχνει τήν ἐπαναφορά τῆς ἀνθρώπινής μας φύσεως στήν προπτωτική ἀκεραιότητα. Ἡ ἁμαρτία μέ τίς συνέπειές της διασπᾶ τήν καθολική φύση σέ ἀτομικότητες, πού πολεμᾶ ἡ μιά τήν ἄλλη. Τό ἀποτέλεσμα ἡ φθορά, ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός γίνεται ὁ μοναδικός ἐκκλησιοποιός μας. Αὐτός μᾶς μαζεύει στήν σώζουσα Ἀλήθεια, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσαν τόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καί τῶν ἄλλων ἁγίων Συνόδων.
Τελειώνοντας ἄς σημειωθεῖ καί τοῦτο. Ἡ σημερινή ἡμέρα μᾶς δίνει τή ἀφορμή νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς μας σάν ἀπόγονοι τῶν πνευματικῶν μας πατέρων. Οἱ πνευματικοί μας γεννήτορες εἶχαν καί τήν κατά κόσμο γνώση, ἀλλά διέθεταν πρό πάντων καί τήν κατά Θεό παιδεία. Ἡ σοφία τοῦ κόσμου δέν νίκησε τά αἰσθητήριά τους, προτίμησαν νά γίνουν “μωροί διά Χριστόν“, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν “σοφοί κατά Θεόν“, πρότυπα τοῦ ὀρθοδόξου βιώματος τῆς πίστεως μας.
(πΚΦ )