Κυριακή του Τυφλού
(Ἰωάν. 9, 1-41).
Ἡ περικοπή τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἀναφέρεται στή θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Ὁ τυφλός τυλιγμένος στόν πέπλο τοῦ σκοταδιοῦ βρέθηκε κοντά στόν Χριστό, πού μέ στοργή καί ἀγάπη τοῦ χαρίζει τή θεραπεία καί στούς σωματικούς, ἀλλά τούς πνευματικούς του ὀφθαλμούς. Ὁ Κύριος χωρίς πολλές περιστροφές κάνει πηλό μέ τό πτύσμα του, καί χρίει τά δύσμορφα βαθυλώματα τῶν ματιῶν καί τόν στέλνει νά πλυθεῖ στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός βρῆκε τό φῶς του. Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ εἶναι θαῦμα τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐκείνου πού δημιουργεῖ καί μετασκευάζει τήν ὕλη.
Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ ἦταν ἕνα χειροπιαστό γεγονός. Ὁ πολύς λαός πού ἔζησε τό δράμα τοῦ τυφλοῦ, παραδέχεται ἀνεπιφύλακτα τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ βλέποντας τό ἀποτέλεσμα. Οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ ἄν καί εἶδαν δέν εἶχαν τή διάθεση νά ἀποδεχθοῦν τό θαῦμα καί κατ’ ἐπέκταση τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τοῦ Μεσσία.
Προσεγγίζοντας τήν περικοπή αὐτή, μέσα ἀπό τούς διαλόγους πού μᾱς διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, μποροῦμε νά δοῦμε τήν περιπέτεια τῆς ἀλήθειας τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ὄχι μόνο δέν ἔβλεπε, ἀλλά ἦταν καί ἀόμματος, δέν εἶχε δηλαδή, καθόλου μάτια. Ἡ περιπέτεια τῆς ἀλήθειας τοῦ σημερινοῦ θαύματος βρίσκεται στήν θεραπεία ἑνός ἀνθρώπου, καί ἔχει ἀφετηρία της τήν τύφλωση, πού εἶχαν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τήν πνευματική ἐλίτ τῶν Ἑβραίων. Ὅλος αὐτός ὁ ἑσμός δέν ἤθελε νά δεχθεῖ αὐτό πού ἑκατοντάδες ἄλλα μάτια εἶδαν.
Τήν ἀλήθεια πρέπει πάντοτε νά τή βλέπουμε καλοπροαίρετα. Χρειάζεται ὅμως πνευματική τόλμη γιά νά δοῦμε τίς διαστάσεις, πού ἀνοίγονται σέ κάθε θαυμαστό γεγονός πού πραγματοποιεῖται κάθε στιγμή μπροστά μας. Ὁ κακοπροαίρετος ἄνθρωπος πάντοτε ἐθελοτυφλεῖ, καί δέν θέλει ν’ ἀτενίσει κατάματα τίς διαστάσεις τῆς ἀλήθειας, πού ἐμφανίζει τό κάθε θαῦμα μικρό ἤ μεγάλο καί μένει ἀποξενωμένος ἀπ’ αὐτό. Ἀλήθεια πόσα θαύματα πραγματοποιοῦνται κάθε στιγμή γύρω μας καί τά προσπερνοῦμε ἀδιάφορα;
Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι δέν ἤθελαν νά ἀποδεχθοῦν τόν Χριστό, οὔτε νά δοῦν καί ν’ ἀκούσουν γιά τά θαυμαστά πού ἐπιτελοῦσε ἡ παρουσία του κοντά στούς ἀνθρώπους. Τό προκλητικότερο ὅμως ἦταν ἡ ἀδιαφορία πού ἔδειχναν πρός τήν ἀλήθεια, πού κόμιζε στόν κόσμο ἡ θεία παρουσία Του.
Ὁ τυφλός ἦταν μιά τέτοια ἁπτή περίπτωση. Ἐνῶ ἔβλεπαν καθημερινά τήν τραγική κατάσταση στήν ὁποία εἶχε βρεθεῖ, πού δέν ἦταν ἁπλά ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος, πού εἶχε χάσει ἀπό κάποια ἀρρώστεια ἤ ἄλλη αἰτία τήν ὅρασή του. Ἦταν ἕνας ἀόμματος, δηλαδή δίχως μάτια ἐκ γενετῆς. Ὅταν ὅμως ἐμφανίζεται ὑγιής, δέν θέλουν νά ἀναγνωρίσουν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι οὔτε τήν ἴαση, οὔτε τόν ἰατρό πού τόν θεράπευσε, καί προσπαθοῦν μέ διάφορα τεχνάσματα καί λογοπαίγνια νά ὑπερπηδήσουν τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός θεραπεύεται ἀπό τόν Ἰησοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐκείνο, πού ἔχει τή δυνατότητα νά δίνει τό φῶς στούς τυφλούς. Αὐτή ἡ δυνατότητα ἀποτελοῦσε τό ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς μεσσιανικότητός του. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἄκουσε μέσα στή φυλακή τά θαυμαστά μεγαλουργήματά του “πέμψας δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν; καί ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς πορευθέντες ἀπαγγείλατε τῷ Ἰωάννῃ ἅ ἀκούετε καί βλέπετε· τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται καί μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί“. (Ματ. 11, 2-6). Σημάδι ἀδιαμφισβήτητο τῆς Μεσσιανικότητος τοῦ Ἰησοῦ ἦταν τά θαυμαστά αὐτά γεγονότα, ὅπως αἰῶνες πρίν εἶχαν προαναγγελθεῖ μέ τήν προφητική φωνή, καί τώρα βρίσκουν τήν πραγματοποίησή τους, ὁριοθετοῦν τήν καινούργια πραγματικότητα πού ἐγκαινιάζεται μέ τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας.
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ντυμένος τήν ἀνθρώπινη φύση μας βρίσκεται δίπλα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι κοντά στό κάθε μας πρόβλημα προσφέροντας ἁπλόχερα τήν βοήθειά Του. Καί δέν εἶναι μονάχα θεραπευτική ἡ προσφορά του, δέν εἶναι ἕνας γιατρός ἔστω καί ἀσυναγώνιστος. Ὁ Χριστός πέρα ἀπό τή συμπάθεια πού δείχνει στόν κάθε δυστυχισμένο εἶναι “τό Φῶς τοῦ κόσμου… τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον “. Ἡ λάμψη του δείχνει τή νέα ζωή πού προσφέρει στόν κόσμο.
…” ἐγώ εἰς κρίμα εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται ” ….
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ θεότητά Του, δέν ἀναγνωρίζεται εὔκολα ἀπό τόν κόσμο. Καί αὐτό ἔχει τήν ἐξήγησή του. Ὁ Χριστός δέν ἔρχεται οὔτε μέ δυναμική εἰσβολή ἀπαιτώντας ἐξουσιαστική ἀναγνώριση, οὔτε ἔρχεται σάν ἕνας δάσκαλος μέσα στούς πολλούς πού ὑπῆρχαν, κομίζοντας ἕνα γλυκανάλατο ἰδεολόγημα. Ὅλα αὐτά δέν ἔχουν σχέση μέ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῡ. Ἡ παρουσία Του εἶναι ἁπλή, ἡ διδαχή Του Καινή (καινούργια), ἡ μαθητεία κοντά του θυσιαστική. Καί ἐδῶ εἶναι ἡ δυσκολία, ἡ ὁποία ἐντοπίζεται σ’ αὐτό πού διασώζει ὁ Ἰωάννης, καί πού μποροῦμε εὔκολα νά τό ἐντοπίσουμε: ” ἐγώ εἰς κρίμα εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται” (στίχ. 39). Στήν ἀντινομία αὐτή φαίνεται ἡ θυσιαστική ἀνάγκη, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ νά βρίσκονται σέ διαρκῆ ἐγρήγορση τά πνευματικά μας αἰσθητήρια γιά νά μποροῦμε νά αἰσθανόμαστε τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μόνο, ἀλλά νά γινόμαστε ἐξαγγελεῖς τοῦ Φωτός, τοῦ μοναδικοῦ Φωτός. Ἡ κάθε στιγμή μας, ἡ κάθε ἀναπνοή μας, ὁ κάθε στοχασμός μας, ἡ κάθε λέξη μας, τό κάθε διακόνημά μας, τό κάθε βῆμα μας νά εἶναι μαρτυρία αὐτοῦ τοῦ Φωτός. Κι αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Εἶναι τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅτι τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ “φαίνει πᾶσι“.
Τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός δέν εἶναι μιά ἐπίδειξη, ἤ μιά μαγική πράξη, τά θαύματα ἐκφράζουν τήν ἴδια τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἕνα ἀληθινό γεγονός. Τά θαύματα, “σημεῖα“, τῆς παρουσίας τοῦ Μεσσία μαρτυροῦν τή θεία καταγωγή καί ἀποστολή Του καί συνδέονται ἀναπόσταστα μέ τό πρόσωπο καί τή διδαχή Του, μιά καί εἶναι οἱ ὁρατές θεῖες ἐνέργειες πού ἐπικυρώνουν τήν διδασκαλία καί μαρτυροῦν γιά τό θεϊκό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ παρουσία Του εἶναι βεβαιωμένη ἀπό τά μάτια πολλῶν ἀνθρώπων. Ὁ “ποτε τυφλός” πού τώρα βλέπει, εἶναι κι αὐτός μιά ζωντανή διακήρυξη τῆς ἀλήθειας τῆς θαυμαστῆς θεραπείας του ἀπό τόν Χριστό.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Δυστυχῶς ὅπως τότε καί σήμερα ὑπάρχουν οἱ προκατειλημμένοι ἄνθρωποι, πού ἐνῶ βλέπουν τήν ἀλήθεια τήν προσπερνοῦν, τήν ἀπωθοῦν στό περιθώριο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἄν καί ἔχουν μάτια, ἡ καρδιά τους παραμένει τυφλή καί χάνουν τήν πνευματική τους αἴσθηση τοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελεῖ τόν ὁδηγό γιά νά ἀγγίζουν τά θαυμαστά τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καρδιά πού ἀποτελεῖ τό πνευματικό “εἶναι” τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τυφλωθεῖ ἀπό ἁμαρτωλή διάθεση δέν θέλει νά πλησιάζει ὅσα δημιουργοῡν συνειδησιακό ἔλεγχο καί τά πετοῦν θεωρώντας τα φαινόμενα παραισθήσεων, πού τά προκαλοῦν ἐλαφροΐσκιωτοι ἐγκέφαλοι.
Ὅταν ὅμως ἡ καρδιά μας φωτισθεῖ ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση ἐκείνη πού μπορεῖ νά ξεχωρίσει τήν ἀλήθεια πού ποτέ δέν ἐπιβάλλεται, ἀλλά ὁμολογεῖτε, ὅπως τήν ὁμολόγησε ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός.
(πΚΦ )