Κυριακή Των Μυροφόρων
(Μάρκ. 15, 43-16, 8).
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή ἑνός καινούργιου κόσμου. Ἡ πατερική σκέψη σημείωσε, ὅτι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστού γίνεται ἡ ἔναρξη τῆς “ὀγδόης ἡμέρας” τῆς δημιουργίας. Ἡ εἴσοδος μας σ’ αὐτήν τήν ἀτελεύτητη ἡμέρα καί στόν κόσμο της, ἀπαιτεῖ πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πίστη- ἐμπιστοσύνη μας, στόν Ἀναστάστα, ὁ Ὁποῖος μέ τό σταυρικό πάθος καί τήν Ζωηφόρο Του Ἔγερση, “νεοποιεῖ τούς γηγενεῖς” δηλαδή ἔκανε ὅλους τούς ἀνθρώπους καινούς, καινούργιους. Τό καινούργιο αὐτό γίνεται προσιτό στό καθένα μας μέσα ἀπό ἕνα ὁρισμένο τρόπο ζωῆς.
Ὁ τρόπο αὐτός κάνει δυνατή τήν εἴσοδο μας στήν ἀναστάσιμη ζωή. Ἡ εἴσοδος αὐτή ἀπαιτεῖ ὅμως τήν τόλμη καί ὄχι τόν συμβιβασμό. Τό δυστύχημα γιά μᾶς τούς πολλούς εἶναι, ὅτι ἔχουμε μάθει νά συμβιβαζόμαστε κρυμμένοι στά καταφύγια τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας, ἐπειδή φοβούμαστε τή δύναμη πού ἔχει τό κακό, ἔστω κι ἄν ἀναγνωρίζουμε τήν προσωρινότητά του, καί τραβοῦμε σέ χώρους μακρυά ἀπό τίς περιοχές, πού ἀπαιτοῦν τόλμη γιά κατάκτηση τοῦ καινοῦ κόσμου τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ Ἰωσήφ, ὁ Νικόδημος, ἀλλά καί οἱ γυναῖκες τόλμησαν νά ἐκτεθοῦν σέ μιά διακινδύνευση. Ἡ διακινδύνευση αὐτή ἀπαιτοῦσε πίστη. Καί ἡ πίστη ἀνήκει στούς τολμηρούς. Σέ μιά ὑπόθεση πού φαίνονταν χαμένη σύμφωνα μέ τούς ὑπολογισμούς τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, αὐτοί τολμοῦν νά ζητήσουν τόν ἀποδιωγμένο, γιατί πίστεψαν. Ἡ πίστη συνιστᾶ κίνηση ὑπευθυνότητος καί ὄχι τήν ἀνευθυνότητα τῆς φυγῆς. Ἀδιαφόρησαν γιά τίς συνέπειες τοῦ ἐγχειρήματός τους.
Ὁ Σταυρός, τό ὄργανο ντροπῆς καί θανάτου, ἦταν μιά πρόκληση πού τούς ἔδωσε τήν τόλμη. Δέν δείλιασαν, “δειλία ἐστι ἐκτροπή πίστεως” καί σάν πιστοί πρός τό πρόσωπο τοῦ Ναζωραίου πῆραν θέση ἔναντι μιᾶς ὑποθέσεως, πού λογικά εἶχε ἤδη κριθεῖ, καί μάλιστα ἀποτυχοῦσα Ἄφησαν κατά μέρος τούς τύπους καί πλησίασαν τόν πραίτωρα. Τοῦ ζήτησαν τό νεκρό σῶμα τοῦ καταδίκου γιά ἐνταφιασμό. Ἡ κίνηση αὐτή χρειάστηκε ἀπόθεμα ψυχῆς καί πίστεως σέ μιά ὑπόθεση πού λογικά φαίνονταν χαμένη. Ὅμως αὐτή ἡ χαμένη ὑπόθεση ἔκρυβε μέσα της, τή δωρεά τῆς ζωῆς “οὐ γάρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν“. Καί τό τόλμημα συνεχίζεται μέ τήν ἐπίσκεψη λίαν πρωΐ τῆς “μιᾶς Σαββάτων” τῶν γυναικῶν γιά νά τιμήσουν ἕνα πρόσωπο ξένο, πρός τό σχῆμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ γιά ὅσα θεωρεῖ καί δέχεται σάν αὐτονόητα.
…” ὅπου ἔκειτο τοῦ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ “…
Ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ γυναῖκες τολμοῦν κι αὐτές. Καί “λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς Σαββάτων” ξεκινοῦν περίλυπες γιά τό μνῆμα. Οἱ Μυροφόρες εἶναι γυναῖκες, ντυμένες μέ τήν ἀδυναμία τῆς φύσεώς τους. Ἔκαναν μιά τολμηρή κίνηση. Ξεπέρασαν τόν κάθε φόβο, καί “ὄρθρου βαθέως” πηγαίνουν στό χῶρο πού τάφηκε ὁ Δάσκαλός τους. Οὔτε ἡ ἀποκρουστική κρυάδα τοῦ μνήματος, οὔτε τό βαθύ σκοτάδι, οὔτε ἡ παρουσία τῶν ἀγροίκων ρωμαίων φρουρῶν στάθηκαν ἀποτρεπτικές στήν ἐπιθυμία τους νά πορευθοῦν στόν τόπο “ὅπου ἔκειτο τοῦ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ“. Ὅμως σέ λίγο ὁ θρῆνος θά μετατραπεῖ σέ χαρά. Πρῶτες αὐτές θά ἀπολαύσουν τή θέα τῆς Ἀναστάσεως. Πρῶτες αὐτές θά γευθοῦν τήν ἀπαρχή τῆς καινούργιας ζωῆς, πού ἔκτοτε χαρίζεται σ’ ὅλους ἐκείνους, πού ξεφεύγουν τούς λογικούς σχηματισμούς καί κάνουν τό βῆμα γιά νά ἀγκαλιάσουν τό παράδοξο, τό ρηξικέλευθο, πού ταυτόχρονα εἶναι καί τό ἀσυμβίβαστο πρός τίς ὀχυρώσεις τοῦ ἐγώ, καί ἀξιώνονται αὐτῆς τῆς ἀλήκτου χαρᾶς.
Οἱ Μυροφόρες δέν μποροῦσαν νά φαντασθοῦν, τά ὅσα θά συναντοῦσαν στό μνημεῖο. Οἱ ἴδιες ἁπλές ὑπάρξεις, ἀπό τά μέρη τῆς Γαλιλαίας, ἐντυπωσιασμένες ἀπό τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ εἶχαν γίνει ἀκόλουθες Του. Ἴσως νά μήν ἤξεραν τίς μεσσιανικές προφητεῖες, κι ἄν τίς γνώριζαν νά μή μποροῦσαν νά τίς ἑρμηνεύσουν. Στήν καρδιά τους ὅμως κρύβονταν ἡ ἐλπίδα.
Κι ὅταν αὐτή φάνηκε νά σβύνει ἡ ἐλπίδα στό ἡλιόγερμα τοῦ Γολγοθᾶ, δέν ἔφυγαν. Ἔμειναν μέχρι τέλους πιστές καί ἀπέδωσαν μέ τά χέρια τους, βιαστικά ἔστω, στό σούρουπο τῆς Παρασκευῆς τά πρέποντα στό νεκρό τοῦ Ἰησοῦ.
Οἱ γυναῖκες αὐτές μέ τόν τρόπο τους μᾶς θυμίζουν μιά ἄλλη γυνακεία φιγούρα, πού κάποτε ἀψήφισε τό νόμο τοῦ Κρέοντα καί θά ἦρθε νά προσφέρει τή νεκρική σπονδή στό νεκρό ἀδελφό της…
Ἡ γυναικεία καρδιά κρύβει πολύ εὐαίσθητες χορδές. Κτυπᾶ ἀπό ἀγάπη. Οἱ Μυροφόρες ἀγάπησαν. Καί τώρα ἀξημέρωτα τρέχουν ξανά στό μνῆμα. Πᾶνε νά ἀποτελειώσουν μέ τά μῦρα καί τά δάκρυά τους, τά ὅσα ἅρμοζαν στό μεγάλο ξένο νεκρό. Συντροφεύουν τή μάνα τοῦ Χριστοῦ, τήν Παναγία μας, στήν πορεία πρός τό μνημεῖο.
Κι ἐκεῖ θά βροῦν ἄδειο τό μνῆμα. Ὁ λευκοφορεμένος Ἄγγελος θά τούς εὐαγγελίσει τό “φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα“.
Ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέν τούς εἶναι εὔκολο νά συλλάβουν τό μέγεθος τοῦ μοναδικοῦ θαύματος. Τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου βέβαια ἀναπτερώνουν τήν ἐλπίδα τους. Ὅμως τά μάτια τους μένουν στήν ἁπλῆ αἴσθηση τῶν πραγμάτων.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, οὔτε κι αὐτή θά ἀναγνωρίσει τή σιλουέτα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ. Νομίζει ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός. Μόνο ὅταν ἀκούει τή γνώριμη φωνή καταλαβαίνει, “…κλήσει δέ τοῦτον γνοῦσα εἶναι αὐτόν…”, τότε… ἀρχίζει νά συνέρχεται ἀπό τό δέος, καί πορεύεται γιά νά γίνει ἐξαγγελεύς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Οἱ γυναῖκες ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτό δέν ἔτσι γίνεται τυχαῖα. Ἡ γυναικεία καρδιά μέ τήν περίσσεια δύναμη τῆς ἀγάπης πού ἔχει, μπόρεσε μόνη αὐτή νά νά δεῖ καί νά ἀπολαύσει τή θέα τοῦ Ἀναστάντος. Καί αὐτό, γιατί μόνη αὐτή ξέρει μέσα ἀπό τίς ἀτραπούς τῆς ἀγάπης νά λαβαίνει τήν αἴσθηση τῶν ὑπέρ τή νόηση τελουμένων μεγάλων καί θαυμαστῶν, πού ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίζει στίς καρδιές, πού φλέγονται ἀπό τήν ἀγάπη.
(πΚΦ )