Κυριακή του Ασώτου (2003)
(Λουκ.15, 11- 32).
Δίκαια ὀνομάστηκε ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου σάν τό εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελίου καί τό κέντρο ὅλων τῶν παραβολῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό γιατί ἔχει μιά μοναδικότητα στή συνολική της σύνθεση, ὥστε κάθε φορά πού τήν ἀκοῦμε νά διαβάζεται στή λειτουργική σύναξη τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, Δευτέρα τοῦ Τριωδίου, ἤ ὅταν τήν μελετοῦμε στό «ταμεῖον» μας αἰσθανόμαστε νά ἐγγίζει τά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεώς μας, ἐπειδή θυμίζει τήν πορεία τῆς προσωπικῆς μας περιπέτειας.
Στίς γραμμές τῆς παραβολῆς βλέπουμε εὔκολα τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρός ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Μιά ἀγάπη ἡ ὁποία χωρίς ὑπολογισμό “κενώνεται” γιά νά πλησιάσει τόν κάθε ἄσωτο, πού κινούμενος μέσα στήν παραζάλη τῆς αὐτονομίας καί τῶν προεκτάσεων τῆς δῆθεν αὐτάρκειας, ἀποξενώνεται ἀπό τήν πατρική ἀγκαλιά, γιά κατασπατάληση τῆς προίκας, τῆς “οὐσίας” του. Στόν καθρεπτισμό τῆς παραβολῆς βλέπουμε τήν ἐπαναστατική κίνηση τοῦ γιοῦ. Ὁ γιός, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ Πατέρα, κληρονόμος τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἀρχίζει κάποια στιγμή νά ζεῖ τή φαντασίωση τῆς ἀπεξαρτήσεως ἀπό τή ζεστή καί ἀσφαλή πατρική στέγη, ἐλεύθερος ἀπό κάθε κηδεμονία.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι σύμφυτη μέ αὐτό πού “εἶναι” ὁ ἄνθρωπος. Χρειάζεται ὅμως μεγάλη προσοχή στό χειρισμό της, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ περιπέτειες, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τή χρησιμοποιήση δίχως σύνεση. Ὁ ἄνθρωπος δέν αὐτοζωή, μετέχει τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό. Γι’ αὐτό ἡ αὐτονόμευση μπορεῖ νά εἶναι πόθος, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί πάθος. Πολλές φορές μακριά ἀπό τό Θεό πιστεύουμε πώς ζοῦμε, τελικά ὅμως βιώνουμε τήν πραματικότητα τοῦ θανάτου. Ὁ νεαρός τῆς παραβολῆς πόθησε τήν αὐτονομία. Ζήτησε καί ἔλαβε τήν πατρική “περι-ουσία“, ἡ ὁποία σάν γιός τοῦ πατέρα τήν πῆρε χωρίς πολλές διαδικασίες. Ἡ πατρική περι-ουσία κατασπαταλήθηκε προκειμένου νά βιωθεῖ ἡ ψευδαίσθηση τῆς αὐτονομίας, “ζῶν ἀσώτως“, θά σημειώσει τό ἱερό κείμενο. Ἡ οὐσία μέσα ἀπό τό φάσμα τῆς ἐλευθερίας, πρόσφερε στό γιό τή δυνατότητα νά κάνει τίς δικές του ἐπιλογές, λαθεμένες, ὅπως ἀποδείχθηκαν τελικά.
Ἡ αὐτονομία εἶναι μεγάλος πόθος, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί παγίδα. Ὀνειρευόμαστε ὅλοι μας τήν αὐτάρκεια, πού θά μᾶς καταστήσει ἱκανούς νά ἀποφύγουμε τήν κηδεμόνευση, πού ἀναπόφευκτα δημιουργεῖ τήν ἐξάρτηση. Ὁ νεαρός τῆς παραβολῆς πόθησε τήν αὐτονομία, ἀφοῦ πρῶτα ζήτησε καί ἔλαβε ὅ,τι νόμιζε δικό του. Πίστευε στά προσόντα, πού εἶχε κληρονομήσει. Ὅλα ἦταν πιά αὐτονόητα καί ἐπιχειρεῖ τό ἅλμα “εἰς χώραν μακράν“.
Στή χώρα τῆς ἐπιλογῆς ἡ ἀσωτεία γίνεται τρόπος ζωῆς του. Ὅμως ὁ τρόπος αὐτός δέν εἶναι δίχως τίμημα. Ὁ διαρκής διασκορπισμός τῆς περι- ουσίας ὁδηγεῖ στόν ξεπεσμό. Πράγματῖ ὅταν ἀδειάζει ἡ στέρνα κάποια στιγμή θά μείνει δίχως νερό. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἐξισορροπεῖ τή ζωή του. Παίρνει ἀπό τό Θεό καί προσφέρει πάλι στόν Ἵδιο μέσα ὅμως ἀπό τήν λογικότητα τῆς προσφορᾶς πρός τόν ἄλλο, τόν συνάνθρωπό μας, πού εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄσωτος διασκορπισμός ὁδηγεῖ στήν ἔνδεια. Ὁ νεαρός ζεῖ πιά μέ τά κεράτια “ἐπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι“. Λιμός ὑπαρξιακός ἀρχίζει νά καταβρωχθίζει τό εἶναί του. Εὐτυχῶς γι’ αὐτόν μέσα στήν παραζάλη τῆς ἀνοησίας ξυπνᾶ ἡ ἀνάμνηση τοῦ Πατέρα, τῆς πατρικῆς στέγης μέ τή θαλπωρή της. Τό χθές καί τό τώρα. Ἡ βασίλειος ἀξία πού εἶχε καί τώρα ἔχασε. Ἡ κατάντια τῶν ἐπιλογῶν τῆς αὐτονόμευσης.
“Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών“. Ἡ αὐτογνωσία τόν φέρνει στό δίλημμα τῶν ἐπιλογῶν. Οἱ ἐπιλογές εἶναι δυό ἤ ἡ παραμονή στήν ἀλογία τῆς αὐτοκαταστροφῆς, ἤ νά κινηθεῖ στήν ἐπανασύνδεσή του μέ τόν πατέρα, κίνηση δηλαδή ἐπιστροφῆς. Στό δίλημμα αὐτό ὁ νεαρός πῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση, τήν ἐπιστροφή, ἡ ὁποία καί συνιστᾶ αὐτό πού στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα λέμε μετάνοια. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς εἶναι συνήθως δύσκολος, γιατί ἀπαιτεῖ ταπείνωση.
Ἡ πατρική ἀγάπη δέν ἀποδιώχνει ὅποιον ἐπιστρέφει. Ἡ στοργή τοῦ Πατέρα μένει ἡ ἴδια.
Ὁ ἄσωτος μέσα ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς μετανοίας του βρίσκει πάλι τήν ἀξία του, γίνεται υἱός ἀγαπητός.
Στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου εἰκονίζεται μ’ ἕνα τρόπο συγκλονιστικό ἡ ἀνθρώπινη κίνηση νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τή θεϊκή κηδεμονία. Ὅλοι μας ἐπιχειροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποδέσμευση ἀπό τό Θεό, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Νά ζήσουμε μακρυά ἀπό τή θεϊκή κηδεμονία. Πιστεύσαμε, ὅτι ἔτσι θά βιώσουμε τήν ἐλευθερία μας. Ὅμως, ὅσο ἡ οὐσία, τό εἶναι μας, ἀποδεσμεύεται ἀπό τόν Θεό, τόσο δεσμεύεται σέ σχήματα καί καταστάσεις πού ἀλλοτριώνουν τή μοναδικότητά μας. Γιατί χωρίς σχέση μέ τήν Αἰτία τῆς ὑπαρκτικῆς μας καταβολῆς δημιουργεῖται ἡ πενία μας καί τότε ἐξομοιονόμαστε μέ τήν ἀλογία πού τελικά ἐκμηδενίζει τήν ὕπαρξή μας.
Ἡ αὐτονομία εἶναι ὁ μεγάλος πόθος, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί παγίδα. Ὀνειρευόμαστε ὅλοι μας τήν αὐτάρκεια, πού θά μᾶς καταστήσει ἱκανούς νά ἀποφύγουμε τήν κηδεμόνευση, πού ἀναπόφευκτα δημιουργεῖ τήν ἐξάρτηση σέ ἄλλου εἴδους σχήματα τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος, πού ἀλλοτριώνουν τό εἶναι μας.
Χωρίς τή σχέση μέ τή Αἰτία τῆς ὑπαρκτικῆς μας καταβολῆς δημιουργεῖται ἡ πνευματική πενία, ἡ γύμνεια ἀπό ἀρετές καί ἀναπότρεπτα ἐξομοιονόμαστε μέ τήν ἀλογία τῶν τυραννικῶν παθῶν πού μᾶς ἐκμηδενίζουν.
Ἡ αὐτονομία εἶναι πάθος. Κάθε πάθος ὅμως δημιουργεῖ μιά πρόσκαιρη στιγμή εὐτυχίας, γρήγορα ὅμως ἔρχεται ἡ ὀδύνη συνοδευτικό στοιχεῖο τῆς ἄλογης ἡδονῆς.
Ἀδελφοί,
Στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου τό κύριο βάρος βρίσκεται στή συγκλονιστική ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς. Ὁ ἄσωτος πίστεψε στίς ψευδαισθήσεις του. Τό σχῆμα ὅμως αὐτό εἶχε τραγικά ἐπακόλουθα. Ἡ ἀρχική ὀμορφιά μετατράπηκε στήν ἀσχήμια τοῦ συσχηματισμοῦ του σέ χοιροβοσκό.
Ἡ πεῖνά του, ὄχι τοῦ φαγητοῦ, ἀλλά τοῦ ὑπαρκτικοῦ του λιμοῦ, τοῦ ἔφερνε βασανιστικά στό νοῦ τήν ἀνάμνηση τῆς δικῆς του Ἰθάκης, καί ἔτσι τόλμησε τήν ἐπιστροφή. Ὁ ἄσωτος εἶχε ἀνάμνηση καί ἐπέστρεψε. Ἐμεῖς ἄραγε ἔχουμε, κάποια ἔστω ἀμυδρά ἀνάμνηση τοῦ Πατέρα γιά τήν τόλμη τῆς ἐπιστροφῆς μας, ἤ εἴμαστε σέ ποιό χειρότερη κατάσταση ἀπό τοῦτο τό γιό, ἀφοῦ ὁ παραλογισμός τῆς ἐποχῆς μας ἐπιχειρεῖ καί αὐτή τήν καταστροφή τῶν ἀναμνήσεων;
Μήν ἀπελπιζόμαστε ὅμως. Ἡ πατρική ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀπόλυτη πληρότητα οἰκτιρμῶν. Ἡ ἀγαπητική καρδιά τοῦ Μοναδικοῦ Πατέρα ξανα-ουσιώνει τόν κάθε ἀνούσιο γιό. Ἡ εἰλικρινής μας μετάνοια προσφέρει τή δυνατότητα νά φορέσουμε ξανά τήν “πρώτην στολήν“.
Πάντως στήν προσωπική μας περιπέτεια μέσα στούς λαβυρίθους τῶν ἀτοπημάτων μας, ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔχει πάντα νά προσφέρει τό “καινό“, πού ἡ καρδιά μας ἀναζητᾶ. Τό καινούργιο μέσα ἀπό τή μετάνοια. Ὁ μοναδικός δρόμος γιά τήν ἐπιστροφή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
(πΚΦ)