Των Δέκα Λεπρών (Κυριακή Ιανουαρίου 2003)
(Λουκ. 17 12- 19).
Οἱ δέκα λεπροί ἦταν τραγικές μορφές. Ἡ ἀρρώστεια τῆς λέπρας τούς κάνει νά βρίσκονται σέ διαρκές μαρτύριο. Ζοῦν μακρυά ἀπ’ τόν κόσμο, τούς φίλους, τ’ ἀγαπημένα τους πρόσωπα. Ἡ ἀπελπισία τούς ἔχει καταβάλλει, γιατί ἡ θεραπεία ἀπ’ τή νόσο τους ἦταν ἀκατόρθωτη. Ὁ λεπρός πρίν ἀκόμη μερικά χρόνια ἦταν καταδικασμένος νά εἶναι ζωντανός νεκρός. Οἱ δέκα λεπροί διαρκῶς φώναζαν ζητώντας ἀπεγνωσμένα κάποια βοήθεια. Ἤθελαν νά βροῦν τή λύτρωση ἀπό τή φρικτή ἀρρώστεια τους, πού κατέτρωγε τά μέλη τοῦ σώματός τους. Μάταια ὅμως.
Ὁ φόβος τῆς μεταδόσεως τῆς φρικτῆς καί παραμορφωτικῆς τους ἀρρώστειας, τούς ἔχει διώξει μακρυά. Δέν ἦταν μόνο τό φορτίο τῆς ἀρρώστειας τους, πού παραμόρφωνε τά ἐξωτερικά τους χαρακτηριστικά καί τούς ἔκανε ἐλεεινό θέαμα. Ὁ φόβος τῆς μεταδοτικότητος τῆς ἀρρώστειας προξενοῦσε πανικό καί ἀποτροπιασμό στούς συνανθρώπους. Ἡ ἐρημιά ἀποτελοῦσε τό καταφύγιό τους. Ὅλες οἱ ἀρχαῖες νομοθεσίες καί μαζί μ’ αὐτές καί ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ἔσπευδαν νά νομοθετήσουν διατάξεις κατά τῶν λεπρῶν καί γιά νά τούς διώχνουν μακρυά τούς χαρακτήριζαν μολυσμένους καί ἀκαθάρτους ἠθικά.
Ἐξορία, ἐγκατάλειψη, ἀπόγνωση ἀποτελοῦν τό τρίπτυχο τῆς μίζερης ζωῆς τους.
Ὁ ἄνθρωπος, ἡ θεόμορφη εἰκόνα βρίσκονταν πεταγμένη ἐκτός τῶν ὁρίων, τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας καί φρικτά παραμορφωμένη περιμένει τό θάνατο, τήν τραγική της κατάληξη γιά νά θέσει τέλος στή τραγική ζωή τους.
Ἡ ἀρρώστεια εἶναι τό κατάντημα στό ὁποῖο ὁδήγησε ” τό Βασίλειον Πλάσμα” ἡ ἁμαρτία. Χάνοντας ὁ ἄνθρωπος ” τό πρωτόκτιστον κάλλος τῆς εἰκόνος“, παραμορφώθηκε μέσα στή δυσμορφία, πού προξένησε ἡ ἁμαρτία σάν ἀσθένεια τῆς καθολικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Οἱ τραγικές αὐτές μορφές τῶν λεπρῶν, ἀποκομμένες ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο, ἐλεεινολογοῦσαν ἀσφαλῶς τήν κακή τους μοῖρα, πού στάθηκε τόσο ἄδικη μαζί τους. Οἱ συνάνθρωποι συγγενεῖς καί φίλοι τούς ξέγραψαν ἀπό τά κατάστιχα τῶν ζωντανῶν. Ζωντανοί νεκροί, θλιβερές φιγοῦρες τῆς ἐρημιᾶς ψάχνουν τήν ἐλπίδα. Θά αἰσθανθοῦμε τή τραγική ζωή τῶν λεπρῶν μέ μιά μας ἐπίσκεψη στό νησάκι τῆς Σπιναλόγκας στήν Κρήτη, τό πρώην λωβοκομείου πού βρίσκονταν παλαιότερα ἐκεῖ. Καί σήμερα παρά τόν ἐξωραϊσμό τῶν χώρων του, μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τόν ἀπόηχο πού προξενοῦσε ἡ φρικτή ζωή τῶν ζωντανῶν κολασμένων.
Στή ἱστορία τῶν δέκα λεπρῶν ὁ μόνος πού στάθηκε κι ἀφουγκράστηκε τό στεναγμό τῆς καρδιᾶς τους, ἦταν ὁ Χριστός. Στήν ἀπελπιστική κραυγή τους “Ἰησοῦ, ἐπιστάτα, ἐλέησόν ἡμᾶς” δίχως δισταγμό προσφέρει τό ἔλεός Του καί τούς προτρέπει: “Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτούς τοῖς ἱερεῦσι“. Οἱ λεπροί δέχθηκαν ἄμεσα τήν ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ καί χωρίς ἀντίρρηση ὑπάκουσαν, καί ἔτρεξαν στούς ἁρμοδίους, ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο, ἱερεῖς νά ἐπιδείξουν τήν ἐπιτευχθεῖσα ἐν τῷ μεταξύ, θεραπεία καί καθαρότητα ἀπό τήν ἀρρώστεια τους.
Οἱ λεπροί ἐζήτησαν καί ἔλαβαν, ὑπάκουσαν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί θεραπεύτηκαν. Χτύπησαν τήν πόρτα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ κι αὐτή ἄνοιξε διάπλατα.
Ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό δείχνει καθαρά μιά πραγματικότητα. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνσάρκωσή Του ἐπεμβαίνει στήν ἀνθρώπινη φύση, τήν προσλαμβάνει καί τῆς προσφέρει τήν θεραπεία τόσο στήν καθολικότητά της, ὅσο καί στήν προσωπική περίπτωση κάθε ἀνθρώπου.
Ἡ δεκάδα τῶν ἀνθρώπων λεπρῶν βρῆκε τήν ἐλευθερία ἀπό τήν κακοποίηση καί παραμόρφωση. Ἕνας λόγος στάθηκε ἀρκετός γιά τή θεραπεία. Ἐδῶ χρειάζεται νά δοῦμε τό ἑξῆς χαρακτηριστικό. Ὁ ὁ Χριστός προσφέρει τή θεραπεία μετά ἀπό τήν κραυγή, αἴτηση, τῶν λεπρῶν. Δέν ἐπεμβαίνει στήν προσωπική μας περίπτωση δίχως κάλεσμα. Ὁ Χριστός δέν ἐπεμβαίνει ἀδιάκριτα στή ζωή μας.
Οἱ πρώην λεπροί εὐτυχισμένοι τρέχουν στίς ἀγκαλιές τῶν δικῶν τους καί διαγράφουν μέ μονοκονδυλιά τό χθές, ζοῦν μόνο τό σήμερα. Μέσα στήν παραζάλη τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπ’ τή λέπρα ξέχασαν τόν Αἴτιο τῆς χαρᾶς τους. Ὅμως ἕνας ἀπ’ αὐτούς δέν τρέφει ψευδαισθήσεις, νοιώθει τήν ἀνάγκη τῆς εὐγνωμοσύνης πρός τόν Χριστό καί ψάχνοντας τόν συναντᾶ καί τοῦ λέει τό εὐχαριστῶ. “Καί ἐπέπεσεν ἐπί τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ καί αὐτός ἦν Σαμαρείτης“. Οἱ ἐννέα παραδομένοι στή χαρά γιά τήν ἐφήμερη (ὑπόλοιπο τῆς βιολογικῆς τους ζωῆς) ἀπαλλαγή ἀπ’ τά δεσμά τῆς ἀρρώστειας ξέχασαν τόν Εὐεργέτη. Ἰσχνοί οἱ λόγοι, ἀνίσχυρες οἱ δικαιολογίες γιά τή συμπεριφορά τους. Ὁ ἕνας μόνο μπόρεσε νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τήν πρόσκαιρη χαρά τῆς ἀποθεραπείας καί εἶδε κατάματα τήν ἀλήθεια. Ζήτησε, ἔλαβε, καί τώρα εὐχαριστεῖ. Νοιώθει, ὅτι αὐτό πού πῆρε ἀναπάντεχα, τοῦ χαρίστηκε, καί ἐπιστρέφει στόν Δωρεοδότη τήν εὐχαριστία.
Πολλές φορές καί ἐμεῖς “κατακαμπτόμενοι” ἀπό τόν πόνο ἱκετεύουμε γιά τή βοήθεια ἀπό τόν οὐρανό. Γρήγορα ὅμως, μόλις ἡ καταγίδα περάσει, ξεχνοῦμε καί ἐμεῖς τόν Εὐεργέτη μας καί συμπεριφερόμαστε σάν τούς ἐννέα λεπρούς.
Ἀδελφοί,
Σήμερα μετά τό ἄκουσμα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ὁ καθένας μας ἄς σταθμίσει τά δωρήματα, πού ἔχει λάβει μέχρι σήμερα, καί ἄς ἀφήσει κατά μέρος τῆς δῆθεν προσωπικές ἐπιτυχίες, γιατί ὅση δεξιότητα κι ἄν ἔχουμε, ὅσα ταλέντα κι ἄν ἐπικαλούμαστε δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, “ὅτι πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα…ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον” καί νά μιμηθοῦμε τόν ἕνα ἀπό τούς λεπρούς, πού μέσα στή χαρά τῆς γιατρειᾶς του δέν ξέχασε τόν Αἴτιο τοῦ καλοῦ καί ἔσπευσε νά πεῖ τό εὐχαριστῶ.
Πράγματι, ἕνα εὐχαριστῶ πρός τό Θεό μας, ἰσοσταθμίζει τό πλῆθος τοῦ θείου ἐλέους καί τῶν εὐεργεσιῶν Του. Ἡ λεπρωμένη μας ὕπαρξη χρειάζεται νά ἐκβάλλει κραυγή ἱκετευτική πρός τόν Χριστό, πού διαρκῶς στέκεται κοντά μας καί μᾶς χαρίζει πλῆθος δωρεῶν, ὄχι μόνο τῶν βιωτικῶν, ἀλλά καί ἐκείνων πού κάνουν τή ψυχή νά νοιώθει τήν ἐλευθερία τῆς χαρᾶ γιά νά πορεύεται μέ ἀσφάλεια στόν προορισμό πού ἔταξε ὁ Θεός.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν κίνηση ἐπικεντρώνεται ἡ λύτρωση ἀπό τό πρόσκαιρο. Ὁ Χριστός λυτρώνει καί ἀποδεσμεύει ἀπό τό σχῆμα τοῦ νῦν αἰῶνος, τό νομιζόμενο σάν ζωή στή περιορισμένη χρονικότητα. Γιατί ἡ ὄντως ζωή βρίσκεται στά ἀπεριόριστα μεγέθη, πού προσφέρει ἡ ἐπαναπόκτηση τῆς ζωῆς κοντά στήν Αὐτοζωή. ” Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχουσι” (Ἰωάν. 10, 10).