ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ -
ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2001
( Λουκ. 17, 12-19 ).
Οἱ δέκα λεπροί βρίσκονται στήν ἀπόγνωση. Ὁ φόβος τῆς μολύνσεως ἀπό τήν φρικτή παραμορφωτική τους ἀρρώστεια, τούς διώχνει μακρυά. Ἡ δυσμορφία τους προξενεῖ ἀποτροπιασμό. Ὁ φόβος νά μολυνθοῦν οἱ καθαροί, τούς στέλνει στήν ἐρημιά. Ἐξορία, ἐγκατάλειψη, ἀπόγνωση ἀποτελοῦν τό τρίπτυχο τῆς μίζερης ζωῆς τους.
Ὁ ἄνθρωπος, ἡ θεόμορφη εἰκόνα εἶναι πεταγμένη καί κοίτεται βαρειά ἄρρωστος, περιμένοντας ἐναγώνια τήν τραγική της κατάληξη. Στό κατάντημα αὐτό ὁδήγησε «τό Βασίλειον Πλᾶσμα», ἡ ἁμαρτία.
Χάνοντας ὁ ἄνθρωπος τό «πρωτόκτιστον κάλλος τῆς εἰκόνος», παρα-μορφώθηκε ἀπό τήν δυσμορφία, πού προξένησε στήν καθολική φύση ἡ ἀσθένεια πού λέγεται ἀμαρτία στόν ὅλο ἄνθρωπο.
Τήν ἐρημιά τῆς δυστυχίας τῶν δέκα λεπρῶν προσεγγίζει ὁ Χριστός. Ἡ σπαρακτική τους φωνή ζητᾶ τήν ἀρωγή καί συναντίληψή Του. Καί Ἐκεῖνος ἔρχεται κοντά, τούς πλησιάζει. Ἡ συνάντηση αὐτή δείχνει καθαρά μιά πραγματικότητα. Ὁ Χριστός ἐπεμβαίνοντας στήν ἀνθρώπινη φύση τήν προσλαμβάνει καί προσφέρει τήν θεραπεία, τόσο στήν καθολικότητά της, ὅσο καί στήν ἐπί μέρους προσωπική περίπτωση κάθε ἀνθρώπου.
Οἱ λεπροί δέχθηκαν ἄμεσα τήν ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ: «ἐπιδείξατε ἑαυτούς τοῖς ἱερεῦσι». Χωρίς ἀντίρρηση ὑπάκουσαν, καί χωρίς νά χρονοτριβήσουν ἔτρεξαν στούς ἁρμοδίους, ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο, ἱερεῖς νά ἐπιδείξουν τήν ἐπιτευχθεῖσα καθαρότητα ἀπό τήν ἀρρώστεια τους. Οἱ λεπροί ὑπάκουσαν καί θεραπεύτηκαν. Ζήτησαν καί ἔλαβαν. Χτύπησαν τήν πόρτα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ κι αὐτή ἄνοιξε διάπλατα.
Ἡ δεκάδα τῶν ἀνθρώπων λεπρῶν βρῆκε τήν ἐλευθερία της ἀπό τήν κακοποίηση καί παραμόρφωση.
Καί ἐνῶ πορεύονταν τόν δρόμο τους ἐλευθερωμένοι ἀπό τήν παραμόρφωση, πού εἶχε προξενήσει ἡ ἀρρώστεια, συμβαίνει κάτι πού ἔχει τή σημασία του. Ἕνας μόνο ἀπ’ αὐτούς βρῆκε τό κουράγιο τῆς εὐχαριστίας. Αὐτός μονάχα μπόρεσε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν πρόσκαιρη εὐδαιμονία, πού τοῦ δημιούργησε ἡ ἀποθεραπεία καί εἶδε κατάματα τήν ἐλευθερία ἀπό τά σχήματα τῆς προσκαιρότητος.
Ζήτησε, ἔλαβε, καί τώρα εὐχαριστεῖ. Νοιώθει, ὅτι αὐτό πού ἔλαβε ἀναπάντεχα τοῦ χαρίστηκε, καί ἐπιστρέφει στόν Δωρεοδότη τήν εὐχαριστία.
Μέσα σ’ αὐτήν κίνηση, χειρονομία, ἐπικεντρώνεται ἡ λύτρωση ἀπό τό δράμα. Ὁ Χριστός λυτρώνει καί ἀποδεσμεύει ἀπό τή δραματικότητα πού προξενεῖ ὁ ξεπεσμός. Ἀπ’ αὐτό πού νομίζουμε για ζωή, πού εἶναι βουτηγμένη στό τέλμα τῆς περιορισμένης χρονικότητος. Ἡ ὄντως ζωή βρίσκεται στά ἀπεριόριστα μεγέθη, τοῦ αἰωνίου, πού προσφέρεται με τήν ἐν Χριστῷ ἐπαναπόκτηση τῆς ζωῆς. «Ἐγώ ἦλθον, ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν” (Ἰωάν. 10, 10).
Ἀπό τήν περικοπή αὐτή δηλώνεται ἡ σημασία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἀρρωστημένη μας φύση, καταδεικνύεται ὅμως καί τό μέγεθος πού ἔχει ἡ ἀναγνώριση ἐκείνου πού ἦλθε νά σηκώσει τό πέσιμό μας.
Θέλει πολύ κουράγιο ἡ εὐχαριστία καί ἡ ἀναγνώρηση τοῦ εὐεργέτη.
(πΚΦ )