Α΄των Νηστειών
(Ἰωάν. 1, 44- 52).
Τήν Πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιορτάζουμε μέ τρόπο θριαμβευτικό τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων πού πραγματοποιήθηκε στίς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 843 μ.Χ. ἀπό τή Σύνοδο πού ἔγινε ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς βασίλισσας, ἁγίας Θεοδώρας. Ἔκτοτε καί κάθε χρόνο τήν ἴδια ἡμέρα, πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, γιορτάζεται αὐτός ὁ μεγαλοπρεπής θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος τελικά εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς Ἀλήθειας ἔναντι τῆς κακοδοξίας. Γιορτάζουμε τή φανέρωση τῆς ἀλήθειας πού ἐνσαρκώνει ἡ ἁγία πατροπαράδοτη πίστη μας, ὅπως ἐκφράζεται στό μικρό ἀπόσπασμα τοῦ “Συνοδικοῦ” τῆς ἁγίας Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού διαβάζεται κατά τή λιτανεία τῶν ἁγίων Εἰκόνων στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας: “Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν“.
Ὅμως ὁ θρίαμβος αὐτός δέν εἶναι μιά εὐκαιριακή ἐκδήλωση πού σέ λίγο τή ξεχνοῦμε. Ὁ θρίαμβος τῆς Εἰκόνος ἔχει μιά ἀμεσότητα μέ τήν ἴδια τή σωτηρία μας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός πού ἔγινε ὁρατή, ἁπτή, πραγματικότητα, πού μποροῦμε νά ρθοῦμε σ’ ἄμεση ἐπαφή μαζί Του. Ὁ Χριστός γνωρίζεται, γίνεται οἰκεῖος μαζί μας. Αὐτή ἡ γνωριμία ὅμως ἀπαιτεῖ ἀπ’ ὅλους μας νά σπάσουμε τά στενά καλούπια τῆς στενῆς λογικοκρατίας καί νά ὁδηγηθοῦμε μέ τῆς καρδιᾶς μας τή συχνότητα στή προσέγγιση καί βίωση τῆς ἀλήθειας, πού ἦρθε καί ἔκτοτε εἶναι διαρκῶς παροῦσα καί παρακαλοῦσα τόν καθένα μας ξεχωριστά νά γίνει δικός του.
Δέστε ἀδελφοί μου, τήν εὐαγγελική διήγηση στήν ὁποία διασώζεται ἡ γνωριμία τοῦ Φιλίππου μέ τόν Χριστό, καθώς καί στή συνέχεια ἡ πρόσκληση τοῦ Ναθαναήλ ἀπό τόν Φίλιππο νά ῤθεῖ καί νά δεῖ τό Δάσκαλο ἀπό τή Ναζαρέτ .
Στή γνωριμία πού πραγματοποιεῖται μέ τόν Φίλιππο θά καταχωρήσει στό κείμενό του ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, μιά σημαντική λέξη τό: “ἀκολούθει μοι“. Ἐνῶ στή σχετική κουβέντα πού κάνει ὁ Φίλιππος, ὅταν προσκαλεῖ τόν Ναθαναήλ νά γνωρίσει τόν Χριστό, σημειώνεται τό: ” Ἔρχου καί ἴδε“. Πράγματι ὁ Ναθαναήλ ἀκούει, ὅσα τόν πληροφορεῖ ὁ Φίλιππος γύρω ἀπό τόν Χριστό ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου γίνεται σαγήνη τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν. Θέλει κι αὐτός νά πιστέψει, ὅτι ὁ Θεός “ἐπεσκέψατο τόν λαόν αὐτοῦ“. Ὅμως προσκρούει στή λογικότητα τοῦ ἐπιχειρήματος: “ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι“; Στό λογικό αὐτό ἐπιχείρημα δέν χωρεῖ ἀμφισβήτηση. Θέλει ὅμως νά πιστέψει. Παίρνοντας τή λογική ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων δέν μπορεῖ, γι’ αὐτό καί τό μόνο πού ἔχει ν’ ἀντιτάξει ὁ Φίλιππος στούς λογικούς δισταγμούς τοῦ Ναθαναήλ εἶναι τό: “ἔρχου καί ἴδε“. Ἡ πρόσκληση αὐτή μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει τή λογικότητα μέσα ἀπό τή βιωματική προσέγγιση.
Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τή λογική μας: “ἄν δέν δῶ, δέν πιστεύω” κι αὐτό, γιατί θέλουμε ὀφθαλμοφανή πειστήρια προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσουμε τήν ἀξιοπιστία τῶν ὅσων ἀκούσαμε. Εἶναι μιά ἀνθρώπινη ἀδυναμία νά μή δίνουμε εὔκολα πίστη σέ πράγματα, ἤ γεγονότα στά ὁποῖα δέν βρεθήκαμε αὐτόπτες καί αὐτήκοοι, ὅταν μάλιστα ἀνάγονται στή σφαῖρα τῆς πίστεως. Κι ὅμως ὑπάρχουν τόσα καί τόσα θαυμαστά σέ διαφόρους τομεῖς τῶν ὁποίων τήν πείρα δεχόμαστε αὐτονόητα δίχως ἐνδοιασμούς, χωρίς νά ζητήσουμε πειστήρια.
Ἐκεῖ πού ὅλοι προσκόπτουμε καί ζητοῦμε ἀποδείξεις εἶναι σ’ ὅσα ἀναφέρονται σέ θρησκευτικά πρόσωπα καί γεγονότα.
Ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία μας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιά γνωριμία μέσα ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ, πού γίνεται ἀφοῦ ἔλθουμε καί δοῦμε. Τότε πλέον βιωματικά καί ὄχι διανοητικά γινόμαστε εὑρετές καί ἀκόλουθοι. Ἡ κάθε ἀκολουθία χρειάζεται τή σπουδή. Στή περίπτωση τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ σπουδή εἶναι ἀπαραίτητη γιά προσέγγιση καί βίωση. Ἡ σπουδή ἐδῶ δέν ἀπαιτεῖ διάβασμα καί ἐξετάσεις, ἀπαιτεῖ κερί καί λιβάνι, δηλαδή λατρεία. Σπουδάζεις μέσα ἀπό μιά παράδοση ζωῆς πού μᾶς προσφέρεται ἤδη. Ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι, ὅλοι ἐμεῖς σήμερα ἀποτελοῦμε τή ζῶσα πραγματικότητα ζωῆς καί σπουδῆς καί ἄρα “ἀκολουθίας τοῦ ζῶντος Χριστοῦ“.
Ἄν δέν σπουδάσεις τήν ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας, δέν μπορεῖς νά βιώσεις τή μέθη τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅλων ἐκείνων πού παρουσιάζονται μπρός μας σάν σπούδαγμα τρόπου ζωῆς καί τελικά τῆς εὑρέσεως καί τοῦ προορισμοῦ μας πάνω στή γῆ. Ἔτσι οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα θεωρητικό κατασκεύασμα ἀπό κάποιο ἰδεολόγημα, ἀλλά εἶναι καί παραμένει ὁ τρόπος ζωῆς γιά τήν εὕρεση τοῦ Μεσσία “εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν· ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον Χριστός” (Ἰωάν. 1, 42).
Γιά νά βρεῖς χρειάζεται νά ζήσεις τή μοναδικότητα τῆς ἐμπειρίας ἐκείνης, πού ἐδῶ καί δυό χιλιετηρίδες ἁπλώνεται πάνω στή γῆ μας.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πού βρεθήκαμε νά ἀνήκουμε στήν ἁγία Ὀρθοδοξία, δέν τήν ἀναζητήσαμε γιά νά τή βροῦμε, γεννηθήκαμε σ’ αὐτήν. Αὐτή ἡ κληρονομουμένη πίστη, μοιάζει μέ τήν κάθε κληρονομία, πού ἀνώδυνα ἀποκτᾶτε καί πού πολλές φορές δέν καταλαβαίνει ὁ κληρονόμος τό μέγεθος τοῦ ἀγώνα πού κατέβαλαν γιά νά τήν κατακτήσουν καί νά τή διατηρήσουν οἱ πρίν ἀπ’ αὐτόν. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καί μέ ἐμᾶς τούς καρπωτές τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας.
Εἶναι καιρός ὅμως νά προβοῦμε στήν σπουδή καί ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ μας γιά νά ζοῦμε διαρκῶς τό θαῦμα τῆς σωτηρίας πού φανερώνει ἡ παρουσία Του.
Ἀδελφοί μου,
Αὐτό τό “ἔρχου καί ἴδε” εἶναι μιά διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενη πρόσκληση. Τό νά ἐπιστρατεύσουμε λογικές κατηγορίες γιά νά πεισθεῖ ὁ ἄλλος, δέν προσφέρει τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, πού ἔχει ἡ βίωση τοῦ γεγονότος. Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἰησοῦ ὅσο κι ἄν τήν παρουσιάσει κάποιος μέ λογικά κατηγορήματα, καί νοηματικές ὡραιοποιήσεις, δέν μπορεῖ νά ζεστάνει τά βάθη τῆς καρδιᾶς, ὥστε μ’ αὐτήν ὁδηγό τῶν βημάτων μας νά πραγματοποιοῦμε μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος στούς αἰῶνες, τήν συνάντηση μαζί Του. Χρειάζεται πάνω ἀπό ὅλα ἡ δική μας συνέπεια στά πιστεύματα τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά ποῦμε τότε μέ εἰλικρίνεια στό κάθε Ναθαναήλ: “Ἔρχου καί ἴδε“.