Δ΄των Νηστειών
H θεραπεία του σεληνιαζομένου νέου
(Μάρκ. 9, 17-31).
Τή σημερινή Κυριακή Δ’ τῶν Νηστειῶν διαβάζεται ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀναφέρεται στή θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου.
Τό περιγραφόμενο θαῦμα συνέβηκε ἀμέσως μετά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό ἔγινε πάνω στό ὄρος Θαβώρ, σαράντα ἡμέρες πρίν τό σταυρικό πάθος τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἀπελπισμένος πατέρας ἔχει φέρει τό παιδί του, πού μαστίζεται ἀπό μιά κακή ἀρρώστεια. Ἡ ἀρρώστεια του ἦταν σεληνιασμός, δηλαδή ἔπασχε ἀπό ἐπιληψία σοβαρᾶς μορφῆς. Οἱ ἀρχαῖοι λαοί τούς ἐπιληπτικούς τούς ὀνόμαζαν σεληνιαζομένους καί τούς θεωροῦσαν θύματα τῆς “ἱερᾶς νόσου“. Πίστευαν, ὅτι ἡ ἀρρώστεια αὐτή προέρχονταν ἀπό σεληνιακές ἐπιδράσεις. Μέσα στήν ἀπελπισία του ὁ δυστυχής πατέρας φέρνει τό παιδί του στόν Χριστό, τήν ἔσχατη ἐλπίδα του, καί γυρεύει τή θεραπεία, πού θά ἔδινε καί τή λύση στό δράμα πού ζοῦσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του.
Ὅμως ὁ Χριστός ἔλειπε. Βρίσκεται ψηλά στό ὄρος Θαβώρ ἐκεῖ εἶχε πραγματοποιθεῖ λίγο πρίν ἕνα ἐξαίσιο γεγονός. Εἶχε γίνει ἡ φανέρωση τῆς δόξας τῆς θεότητός του. Οἱ τρεῖς μαθητές, Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, εἶδαν “καθώς ἠδύναντο” μέσα στά μέτρα τῆς κτιστότητό τους τό ἄκτιστον φῶς, τό ἀΐδιον φῶς τῆς δόξας τῆς Θεότητός Του. Ἔγιναν θεατές τῆς Μεταμορ-φώσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό ὄρος κυριαρχήθηκε ἀπό φωτοχυσία. Ἐντυπωσιασμένοι, καί παρά τό δέος τους, οἱ τρεῖς μαθητές ζήτησαν τήν παραμονή τους σ’ αὐτήν τή μοναδική κατάσταση πού ἀξιώθηκαν νά γευθοῦν: “καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι“.
Ἀσφαλῶς δέν τούς ἄρεσε μόνο τό ὕψος τοῦ βουνοῦ, ἤ ἡ ὀμορφιά τοῦ τοπίου. Δέν ζοῦσαν ἕνα ἐξωτερικό ἐρέθισμα. Ζοῦν μιά ἄλλη ἐμπειρία ἡ ὁποία σημαδεύει τήν καρδιά, τόν ἔσω ἄνθρωπο, πού ὑφίσταται τήν “καλήν ἀλλοίωσιν” ὅταν ὁρᾶ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπολαμβάνουν λοιπόν μιά διαφορετική ἐμπειρία, πού τούς προξενήθηκε ἀπό τή βίωση ἑνός γεγονότος ξένου καί διαφορετικοῦ μέ τίς μέχρι τότε ἐμπειρίες, πού εἶχαν συνηθίσει στήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς τους.
Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά ὑπογραμμίσουμε, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γεμίζει φῶς καί χαρά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ “πληροῖ” τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτή δίνει νόημα καί προοπτική, γιατί ἀνοίγει τίς διαστάσεις της ὥστε νά δοῦμε τήν προοπτική πού παίρνει ὅταν βρισκόμαστε κοντά Του.
Στούς πρόποδες τοῦ Θαβώρ κυριαρχεῖ ἡ μαυρίλα, ἡ ἀπελπισία. Τό θαῦμα δέν γίνεται. Ἀπουσιάζει ὁ Χριστός.
Στόν ἄνθρωπο ἡ ἀπουσία τῆς παρουσίας Του κάνει τραγική τή ζωή μας, χωρίς προοπτικές, μέ τήν ἀπελπισία νά εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφός μας. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ δῆθεν αὐτονομία μας προκαλεῖ τήν ὑποδούλωση μας στά δαιμονικά σχήματα τῆς φθαρτότητας, τῆς ἀρρώστειας, τοῦ θανάτου.
Τό βλέπουμε καθαρά στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὄχι μόνο ὁ πατέρας καί τό ἄρρωστο παιδί του, ἀλλά καί οἱ μαθητές, πού βρίσκονταν κοντά στόν Χριστό, αὐτό φανερώνουν. Εἶναι ἀνήμποροι νά βοηθήσουν. Ὅλοι βρέθηκαν σέ ἀδυναμία νά προσφέρουν κάποια βοήθεια, ἴσως νά ἀρκέστηκαν σέ λόγια συμπαθείας, ἤ καί νά σιώπησαν.
Ἡ κατάβαση ἀπό τό ὄρος φέρνει πάλι πάλι τόν Κύριο στήν ἀθλιότητα τῆς εἰκόνος. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του σ’ ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο κι ἄν βρίσκεται ἀδυνατεῖ νά ὑπερβεῖ τά δεσμά τῆς αὐτοκαταδίκης του. Ἡ ἀπιστία, καί τότε καί σήμερα, ἀναιρεῖ τήν εὐεργεσία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού διασώζει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής φανερώνεται αὐτή ἡ ἀλήθεια· “ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;“. Πότε ἐπιτέλους θά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι; πότε θά πιστέψουν; γιά νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τή φρίκη τῆς παραμορφώσεως πού προξενεῖ ἡ ἁμαρτία;
Ὁ δυστυχή πατέρας στήν ἀπελπισία του καταφέρνει καί ψελλίσει κάποια λόγια, πού δείχνουν καί τόν πόνο, ἀλλά καί τή σύγχυσή του· “διδάσκαλε ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον… ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ’ ἡμᾶς“. Δικαιολογημένα ὁ ταλαίπωρος πατέρας ἐκφράζεται μέ τό τρόπο αὐτό. Δέν ἦταν αὐτόπτης καί αὐτήκοος οὔτε τῶν θαυμάτων, οὔτε τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε μόνο ἀκούσει γιά τό μεγάλο γιατρό πού σκοπροῦσε τήν ἴαση σ’ ὅσους τόν πλησιάζαν καλόπιστα. Ἡ ἀδυναμία αὐτῶν πού ἦταν κοντά στόν Χριστό, πρέπει νά προξένησε τήν πεποίθηση τοῦ πατέρα. Ἡ παρουσία ὅμως τῆς μορφῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναπτερώνει τήν ἐλπίδα. Καί πῆρε τελικά αὐτό πού ἤθελε.
Πολλές φορές οἱ χριστιανοί, ὅσοι λέμε πώς εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ δυσκολευόμαστε νά δώσουμε στόν ἄλλο πού δέν γνωρίζει, ἤ πού ἔχει ἀναιμική πίστη, τήν καλή μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀρκεῖ ὅμως μιά μορφή πυρακτωμένη ἀπό τή ζέση πού προκαλεῖ ἡ πίστη στόν Χριστό νά προσφέρει ἁπλά, βιωματικά, ὅσα οἱ θεωρητικοί, ἀλλά χωρίς πίστη, προσπαθοῦν νά δώσουν. Στίς ἡμέρες μας παρά τήν ἄφθονη προσφορά λόγου, ἕνας πατήρ Πορφύριος, ἕνας πατήρ Ἰάκωβος, ἕνας πατήρ Παΐσιος, πρόσφεραν μέ τήν ἁπλότητα τοῦ λόγου τους περισσότερα καί πολύ οὐσιαστικότερα γιά τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς κοντά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό, γιατί πυράκτωνε τήν ὕπαρξη τους ὁ θεΐκός ἔρωτας, καί οἱ ἁπλές κουβέντες τους εἶχαν ἀλήθειες σωστικές, πού ἐνδυνάμωναν τήν πίστη στό Χριστό. “Ἐγώ, ἀδελφέ, τά λέω στό αὐτί τοῦ Ἁγίου καί αὐτός ἀνοίγει γραμμή μέ τό Χριστό μας!“, ἔλεγε συχνά ὁ μακαριστός πατήρ Ἰάκωβος. Γιά νά σχολιάσει ὁ θεολόγος συγγραφέας τοῦ σχετικοῦ βιβλίου τοῦ βιογραφουμένου: – “Ἡ ἐξήγηση τούτη ἔχει τή θεολογία χιλιάδων θεολόγων“.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Σήμερα Κυριακή Δ’ τῶν Νηστειῶν γιορτάζεται καί ὁ μεγάλος ἀσκητής καί πατέρας ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἡ διδασκαλία του ὀνομάστηκε κλίμακα, σκάλα, καί ὁδηγεῖ στήν ἀνάβασή μας γιά συνάντηση μέ τό Θεό καί ἀπόλαυση τῆς παρουσίας Του στή ζωή μας ἀπό τοῦ νῦν. Ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου: “ἀναβαίνετε, ἀναβαίνετε, ἀδελφοί, ἀναβάσεις προθύμως ἐν καρδίᾳ διατιθέμενοι...”, ἀποτελεῖ μιά προτρεπτική κραυγή σ’ ὅλους τούς πορευομένους καί ἐπιποθοῦντας τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ βιωματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ νά ἐμπιστευθοῦμε τήν ταλαίπωρη ὕπαρξή μας στήν φωτοφόρο παρουσία Του.
Ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ προξενεῖ στασιμότητα ζωῆς καί παρά τίς φαινομενικές μας ἐπιτυχίες, παραμένουμε χωρίς ἐλπίδα στή μοναξιά τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἄν ἡ πίστη μας εἶναι ἀναιμική, μή διστάσουμε νά κραυγάσουμε σάν τόν ταλαίπωρο πατέρα τῆς περικοπῆς: “Κύριε, πιστεύω, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ”.
(πΚΦ)