Κυριακή Ε' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 8, 28- 9,1).
Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς δαιμονιζομένους ξεδιπλώνει τήν ἐξαθλίωση τῆς “ἀμαυρωθείσης” εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, πού ἑκούσια ἤ ἀκούσια γίνεται ὄργανο τῆς δαιμονικῆς κυριαρχίας.
Ἡ δαιμονική κυριαρχία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐκδιώξεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τή ζωή μας. Ὅταν διώχνουμε τό Θεό ἀπ’ τή ζωή μας, ὁ Σατανᾶς βρίσκει διόδους νά ἐπιβάλλει τήν κυριαρχία του εἴτε μέ τρόπο ἐμφανῆ, εἴτε ἀφανῆ.
Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μέ τρόπο σαφῆ περιγράφεται αὐτή ἡ κατάσταση.
Οἱ δυό δαιμονιζόμενοι βρίσκονται ὑπό τή δαιμονική κυριαρχία. Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου ἡ ὅλη τους ὕπαρξη εἶναι σέ ἐξαθλίωση, βρίσκονται ἀποκομμένοι ἀπό τούς ἄλλους συνανθρώπους τους, ἡ κατοικία τους δέν εἶναι μέ τούς ζωντανούς, ἀλλά μέ τούς πεθαμένους μιά καί ζοῦν στά μνήματα. Ἄν τούς συναντήσουν τυχαία οἱ συγχωριανοί τους τό βάζουν στά πόδια, μιά καί δέν ἄντεχαν τή “δυσείμονα μορφή” τους.
Τή φρικτή τους ὕπαρξη ἔρχεται νά ἀποδαιμονοποιήσει ὁ Χριστός. Ἀπαλλαγμένοι ἀπό τό δαίμονα, φέρονται μέ τρόπο ἀνθρώπινο, φυσιολογικό.
Ἀξίζει ὅμως νά σταθοῦμε καί στήν ἀντίδραση τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τῶν Γεργεσηνῶν, μιά καί οἱ δυό δαιμονιζόμενοι ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπ’ ἐκεῖ, μόλις αὐτοί πληροφορήθηκαν τή θεραπεία, τῶν δυό δαιμονιζομένων συγχωριανῶν τους. Ἀντί νά δεχθοῦν τόν Χριστό, καί νά κάνουν κτῆμα τους τήν παρουσία Του, εὐχαριστώντας Ἐκεῖνον πού λυτρώνει τούς τσαλακωμένους ἀπό τή δαιμονική κυριαρχία συνανθρώπους τους, ζητοῦν τήν ἀπομάκρυνσή του. Δέν σέ χρειαζόμαστε Χριστέ. Μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους καί ἡ παρουσία σου, ἀλλά καί οἱ θεραπεῖες πού προσφέρεις.
Ὁ λόγος προφανής. Οἱ Γεργεσηνοί δέν θέλουν νά ἀλλάξουν συμπεριφορά καί τρόπο ζωῆς. Ἡ ζωή τους εἶναι τυποποιημένη. Οἱ ρυθμοί της ἔχουν γίνει τό κατεστημένο. Τούς ἔχει γίνει συνήθεια τό τσαλαβούτημα στά λασπόνερα τῶν χοιροστασίων τους. Τή δυσωδία τή θεωροῦν ὠφελιμότερη καί πολυτιμότερη ἀπό τήν εὐωδία τῆς ἀλλαγῆς πού προσφέρει ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Τελικά ἡ ἐξάρτησή τους ἀπό τή δαιμονική ἐξουσία εἶναι ἐμφανής.
Ὁ ἀποδαιμονισμός τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, δέν ἐνεργεῖται ποτέ παθητικά, μαγικά. Μ’ ἄλλα λόγια μονομερῶς. Εἶναι ζήτημα θάρρους καί στοιβαρῆς ἀποφάσεως μέσα ἀπό τά ὁποῖα πραγματώνεται ἡ ἀναζωπύρωση τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ἡ ἐνεργοποίηση μας, μαζί μέ τήν παρουσία καί βοήθεια καί αὐτοπροσφορά τοῦ Χριστοῦ, συντελοῦν στήν ἀποδέσμευσή μας ἀπό τά σατανικά δόκανα.
Εἶναι τραγικό πρᾶγμα νά ἐξορίζει ὁ ἄνθρωπος τό Θεό ἀπ’ τή ζωή του. Ὁ ἄνθρωπος, μόνος αὐτός, μέσα στήν ἀπεραντωσύνη τῆς δημιουργίας ἔχει τό προνόμοιο νά συγγενεύει μέ τό Θεό μιά καί εἶναι “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή” Του πλασμένος. Χάρη στά χαρίσματά του, λογικό, αὐτεξούσιο, συνείδηση, μπορεῖ νά ψάχνει τήν ὑπαρκτική του καταβολή, τήν πηγή καί τό “τέλος“, σκοπό, τῆς ζωῆς του. Ἤδη ἀπό τήν παραδείσια ζωή του ὀργάνωνε τή ζωή του μέ κέντρο τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί μεταπτωτικά ποτέ δέν ἔπαψε νά ἀναζητᾶ αὐτήν τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία τελικά τοῦ προσφέρθηκε μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Ἡ κοινωνία μας μέ τήν σαρκωμένη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Βέβαια ἡ κοινωνία αὐτή σαρκοποιεῖται στήν “χώραν τῆς καρδίας μας“. Ὅμως γιά πολλούς αὐτό τό κρίσιμο στοιχεῖο μένει ἀνενεργό. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄνθρωπος διώχνει τόν Χριστό ἀπ’ τήν καρδιά του, τό κέντρο τῆς ὑπαρξεώς του.
Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος θέλει νά ἀπουσιάζει ὁ Θεός ἀπό τή ζωή του.
Διώχνεται ὅμως ὁ Θεός; Ἡ φαινομενική ἀπουσία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ ἕνα πρόβλημα καί πολλοί ἀστοχοῦν στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θέματος. Ἔτσι τολμοῦν νά δέχονται καί νά φληναφοῦν, ὅτι “ὁ Θεός εἶναι νεκρός“, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Ὅμως ὁ Θεός δέν νεκρώνεται ἐπειδή αὐτό βολεύει κάποιους. Ὁ Θεός δέν φεύγει ἀπό κανένα χῶρο “πληροῖ τά πάντα“. Εἶναι τόσο κοντά στόν ἄνθρωπο, πολύ πιό κοντά ἀπό ὅλα τά νομιζόμενα κοντά ἤ δικά μας.
Πολλές φορές ἀπό μιά ἐγωιστική διάθεση κινούμενοι λέμε ὅτι δέν χρειαζόμαστε τόν Θεό. Καί στήν περίπτωση αὐτή ὁ Θεός σιωπᾶ. Δέν παραβιάζει τήν ἐγωιστική μας ἐπιλογή. Σέβεται τήν διάθεση μας, πού ἀπορρέει ἀπό τή δωρεά τοῦ αὐτεξουσίου μας καί στέκεται “ἐν σιωπῇ” στό ὅριο τῆς ἀρνήσεώς μας ἀναμένοντας τήν ἐπιστροφή. Αὐτή ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τόν οὐτοπικό ἄνθρωπο ἤ σάν ἀνυπαρξία ἤ σάν ἐξορία τοῦ Θεοῦ.
Δέν χρειάζεται νά μιλήσουμε, ὅπως οἱ Γεργεσηνοί, καί νά ποῦμε στό Θεό, “ὅπως μεταβῇ ἀπό τῶν ὁρίων” τῆς καρδιᾶς καί τῆς ζωῆς μας. Ἡ περιγραφή τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου εἶναι πολύ παρασταστική καί συνάμα διδακτική. Οἱ Γεργεσηνοί μπορεῖ νά ἀπομάκρυναν τόν Χριστό ἀπό τά ὅριά τους, δέν τόν ἔδιωξαν. Ἡ ζωή ἔχει ὅρια, ἔχει διαστάσεις. Καί ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τό “πεπερασμένο” του. Ἡ γνώση αὐτή εἶναι καί ἡ τραγικότητά του ὅταν θέλει νά ζεῖ δίχως ἀναφορά μέ τό θεῖο. Ὁ Θεός καί στήν περίπτωση αὐτή κινεῖται μέ διακριτικότητα καί ἀνοίγει δυνατότητες στόν ἄνθρωπο νά ξεπεράσει τό διαστατό καί νά μπεῖ στό ἀδιάστατο τῆς αἰωνιότητος, τῆς Βασιλείας Του. Ἡ χώρα τῆς καρδιᾶς μας γίνεται τό πέρασμα γιά τή χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Μπορεῖ ὅμως καί νά γίνει κόλαση μας, ὅταν συνειδητά, ὄχι μόνο δέν τόν ἀποδεχόμαστε στή ζωή μας, ἀλλά ζητοῦμε μέ κάθε τρόπο νά ἐξαλείψουμε τήν παρουσία του. Ἔτσι νομίζουμε ὅτι διώξαμε τό Θεό καί ξεμπερδέψαμε μαζί του, μέ κέρδος τήν ἐλευθερία μας μέσα ἀπό τή διεκδίκηση τῶν ἀτομικῶν μας δικαιωμάτων. Τήν ἴδια στιγμή ἡ ζωή μας χάνει κάθε νόημα καί προσπαθοῦμε μέσα ἀπό φτιαχτούς παραδείσους νά κερδίσουμε λίγες στιγμές πικρῆς χαρᾶς στό κίβδηλο χῶρο τῶν ψευδαισθήσεων.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τό Θεό χάνει τήν ἴδια του τήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός, ἤ καλύτερα μέσα ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεται ἡ ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεώς μας, ἐμπνέει στό εἶναι μας τήν ἀγάπη γιά τή ζωή, δέχεται τίς πτώσεις μας, τρέφει τήν ταλαίπωρη ὕπαρξή μας μέ τήν ἀθάνατη βρώση καί πόση τοῦ Σώματος καί αἵματός Του. Ἀνοίγει τελικά τά μάτια τῆς ὑπάρξεώς μας γιά νά δοῦμε τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς μας καί νά μή “συσχηματιζόμεθα” μέ τήν ὕλη καί τή φθορά.
Ἄς μή γινόμαστε ἀβασάνιστα διῶκτες τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ Γεργεσηνοί, ἀλλά νά τόν παρακαλοῦμε νά μένει “μεθ’ ἡμῶν ὅτι πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα” (Λουκ. 24, 29).
(πΚΦ )