Κυριακή Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 14, 22-34).
Τό εὐαγγελικό κείμενο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων.
Σημειώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως μετά τό θαυματουργικό αὐτό χορτασμό, ἔδιωξε τούς μαθητές του μέ τό πλοιάριο στήν ἀπέναντι μεριά τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Τό καραβάκι μέ τούς μαθητές, ξεκίνησε σχεδόν σούρουπο, ἀπό τό χῶρο τοῦ θαύματος τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, καί ὁ ἴδιος μένει ἐκεῖ “ἕως οὗ ἀπολύσῃ τούς ὄχλους“. Ὁ Χριστός δέν ἦταν μαζί τους στό ταξίδι αὐτό.
Τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων εἶχε μείνει ἐκστατικό μπροστά στό μεγάλο θαῦμα τοῦ κορεσμοῦ τῆς πείνας του καί θέλει νά μένει κοντά του. Ὁ κόσμος αὐτός πού βρέθηκε μάρτυρας τοῦ θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων βρίσκονταν σ’ ἕνα παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ. Νόμισαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τούς ταΐζει χωρίς αὐτοί νά καταβάλλουν κόπο, χωρίς ν’ ἀγωνιοῦν γιά τίς καθημερινές τους ἀνάγκες, νά θεραπεύει τούς ἀρρώστους, κινήθηκε νά τόν ἀνακηρύξει βασιλιά Καί εἶναι καί αὐτός ἕνας ἐπιπλέον πειρασμός, πρός τόν ὁποῖο ἀντεπεξέρχεται ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀναχώρησή του στό ὄρος γιά προσευχή.
Μιά ὅμως τέτοια ἐντύπωση θά μποροῦσε νά σημάνει τό τέλος τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι γιατί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τίς καθημερινές ἀνάγκες μας, ἀλλά μιά τέτοια μόνο προοπτική ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο ζωτικές πρωτοβουλίες, πού τόν καθιστοῦν ἐλεύθερη προσωπικότητα. Κάθε παθητικότητα ὅπου κι ἄν αὐτή παρουσιασθεῖ, ἀλλοτριώνει τήν ἐνεργητικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ Κύριος μας μέ πολύ ἡρεμία κατορθώνει νά διαλύσει τό πλήθος καί ὁ ἴδιος ὅπως σημειώνει τό κείμενο ἀνεβαίνει στό βουνό πού βρίσκεται στήν περιοχή ἐκείνη γιά νά προσευχηθεῖ.
Οἱ μαθητές ξεκίνησαν νά ταξιδεύουν μέ τή βάρκα ὅμως στό μυαλό τους στριφογύριζε τό ἐντυπωσιακό θαῦμα. Ἡ θέα τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος εἶναι χαραγμένη βαθειά στήν καρδιά τους. Καί ἀσφαλῶς γύρω ἀπό τό γεγονός αὐτό θά εἶχαν κάποιες συζητήσεις, μιά καί οἱ ἴδιοι πρίν ἀπό λίγο εἶχαν ὑπηρετήσει τό μεγάλο θαῦμα, μεταφέροντας πρός τούς πεινασμένους ἀνθρώπους τό ψωμί καί τά ψάρια. Πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ξεχωριστά οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Ὅλοι αὐτοί ἔφαγαν καί χόρτασαν ἀπό πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια.
Ἡ βάρκα μέ τούς μαθητές, σούρουπο πιά, ἔχει ξεκινήσει γιά τήν ἀντίπερα ὄχθη. Οἱ μαθητές, σάν ψαράδες πού ἦταν μέ πρῶτο τόν Πέτρο, γνώριζαν καλά τίς συνθῆκες, πού ἐπικρατοῦν στή λίμνη τῆς Γεννησαρέτ. Τή βραδιά αὐτή δέν προδίκαζε κάτι τό ἔκτακτο. Καί ἐνῶ ὅλα κυλοῦσαν μιά χαρά, ἕνα ξαφνικό μπουρίνι ξεσπᾶ καί τά πελώρια κύματα πού ξεσηκώνει κτυποῦν ἀλύπητα τή βάρκα τῶν μαθητῶν. Ἡ βάρκα σάν καρυδότσουφλο κτυπιέται ἀπό ἀέρα καί τό κύμα, πού μιά τούς ἀνεβάζει στά ψηλά, μιά τούς ρουφᾶ τό χάος τῆς μανιασμένης λίμνης. Ὁ κίνδυνος νά ἀνατραπεῖ τό καΐκι καί νά πνιγοῦν εἶναι ὁρατός. Οἱ στιγμές βασανιστικές. Οἱ ἔμπειροι ψαράδες βρίσκονται σέ ἄμεση ἀπειλή. Μόνο ὅποιος ἔχει ταξιδέψει μέ μεγάλη τρικυμία μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τόν πανικό τῶν μαθητῶν.
Κι ἐνῶ ὅλα δείχνουν, ὅτι ἀπό στιγμή, σέ στιγμή βουλιάζουν, ξαφνικά μιά σιλουέτα βαδίζει πάνω στά κύματα καί πλησιάζει πρός τή βάρκα τους. Ἡ ἐμφάνιση μιᾶς μορφῆς πάνω στά μανιασμένα κύματα προκαλεῖ τό δέος στούς κινδυνεύοντας μαθητές. Κάποιοι ἀπό τήν παραίσθηση τοῦ πανικοῦ θεωροῦν, ὅτι εἶναι φάντασμα καί κραυγάζουν. Φωνές καί κινήσεις πανικοῦ κυριαρχοῦν. Στό βαθύ σκοτάδι ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, καί “ἐταράχθησαν λέγοντες, ὅτι φάντασμά ἐστι, καί ἀπό τοῦ φόβου ἔκραξαν“. Ἡ γνώριμη ὅμως φωνή τοῦ Χριστοῦ “θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι“, τούς καθησυχάζει, δημιουργεῖ τήν ἀλλαγή στόν ψυχισμό τῶν μαθητῶν. Μέ τό λόγο τούς ἐνθαρρύνει “μή φοβεῖσθε“. Τούς δίνει ὄχι μόνο θάρρος· ἀλλά σταματᾶ καί τή θαλασσοταραχή.
Τό φόβο τόν διαδέχεται ἡ χαρά. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γεμίζει τήν καρδιά μέ ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Πέτρος μέσα στό φόβο του καί ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζητᾶ κάτι τό παράτολμο, νά πάει κοντά του περπατώντας πάνω στό μανιασμένο κύμα. Καί ἐνῶ ἀρχίζει τό βάδισμα του πάνω στό ὑγρό στοιχεῖο, συνειδητοποιεῖ τό παράτολμο τοῦ ἐγχειρήματος, καί δειλιᾶ. “Καί ἤρξατο καταποντίζεσθαι“. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός καί δεσπόζει τοῦ κράτους τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης καί κατασιγάζει τό σάλο τῶν κυμάτων· εἶναι ἡ “φωνή Κυρίου ἐπί τῶν ὑδάτων“· εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος καί τό δημιουργικό του πρόσταγμα τό ὁποῖο ὅπως κατά τή στιγμή τῆς δημιουργίας “πᾶν ὕδωρ ἐπείγεται ὑπουργεῖν“, ὅπως σημειώνει στήν Ἑξαήμερό του ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στήν περιπέτεια αὐτή τῶν μαθητῶν μποροῦμε νά δοῦμε μέσα ἀπό μιά εἰκονολογική γλώσσα κάποιες ἀλήθειες. Ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας μοιάζει νά εἶναι πορεία πάνω στή ρευστότητα καί τρεπτότητα τῶν ἐγκοσμίων. Ὑπάρχει ἡ γαλήνη καί ἡ ὀμορφιά, ἔρχονται ὅμως καί οἱ δυσκολίες τοῦ καταποντισμοῦ. Κραυγάζουμε μέ ἀπελπισία καί τότε ψάχνουμε τόν σωτῆρα.
Τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου μέ τή μανία τους μᾶς καταποντίζουν στή θανατερή τους ἀγκαλιά. Καί ἐνῶ ὅλα φαίνονται, ὅτι χάνονται, πλησιάζει Αὐτός, πού μόνιμα στέκεται στό πλευρό τοῦ καθενός μας. Τείνει τό χέρι Του, γιά νά μᾶς κρατήσει. Εἶναι ὁ Σωτῆρας. ” Ἡ βαθειά παντοδυναμία Του εἶναι ἡ μυστική βοήθεια στήν ψυχή μας γιά νά φτάσει στήν ὡριμότητα καί νά ὁπλιστεῖ μέ τή γνήσια κι ἀταλάντευτη πίστη“, θά σημειώσει σύγχρονος ἑρμηνευτής.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Εἶναι ἀναρίθμητες οἱ φορές πού ἔχουμε βρεθεῖ σέ ζάλες καί τρικυμίες. Καθένας μας “ναυτιᾷ τῷ σάλῳ τῶν βιοτικῶν μελημάτων“. Στίς ταραχές αὐτές καί στούς κινδύνους κραυγάζομε σάν τούς μαθητές. Ὁ Χριστός εἶναι δίπλα μας καί συνεχῶς μᾶς παρηγορεῖ δίνοντάς μας κουράγιο στήν κάθε ταλαιπωρία μας. “Θαρσεῖτε, μή φοβεῖσθε” λέει στόν καθένα μας.
Καταφυγή μας σωστική εἴθε νά γίνεται αὐτή ἡ γλυκειά Του φωνή, μιά καί “ὁ ἴδιος ἐντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν” κάθε στιγμή πού διαπλέουμε τό πέλαγος τῆς ζωῆς καί βασανιστικά ὑψώνονται τά κύματα τῆς καθημερινότητος καί μᾶς ταλαιπωροῦν “ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης“.
(πΚΦ )