Κυριακή της Σαμαρείτιδος
(Ἰωάν. 4, 1-38).
Ἡ βιολογική μας ζωή ἔχει ἀνάγκη τό νερό καί γι’ αὐτό τρέχουμε νά βροῦμε τήν πηγή μέ τό καθαρό καί δροσερό νερό γιά ξεδιψάσουν τά χείλη μας, νά χορτάσει τή δροσιά του ἡ φλογισμένη μας ὕπαρξη.
Στό καταμεσήμερο ὁ Χριστός, ὅπως διηγεῖται ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, “κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῆ πηγῆ“. Διψᾶ ἡ ἀνθρωπίνη του φύση καί περιμένει ἀνυπόμονα κάποιον ἄλλο διψασμένο, πού μέ τό σταμνί στόν ὦμο θά τοῦ πρόσφερνε νερό. Πράγματι σέ λίγο μιά γυναικεία μορφή ξεπροβάλλει ἀπό τό μονοπάτι. Ἡ διψασμένη ὕπαρξη μιᾶς Σαμαρείτισσας τρέχει πρός τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ γιά γεμίσει τό σταμνί της νερό. Διψασμένη ἡ γυναίκα. Διψασμένος καί ὁ Χριστός στέκεται στήν ἄκρη τοῦ πηγαδιοῦ καί περιμένει.
Στήν παράκληση τοῦ Χριστοῦ νά τοῦ δώσει νερό, ἡ γυναίκα ἄν καί ἐξοικειωμένη μέ τούς ἄνδρες, ἤδη εἶχε συζήσει μέ πέντε ἄνδρες, ἀλλά καί ὁ τωρινός σύντροφός της δέν εἶναι νόμιμος σύζυγος, εἶναι περαστικός, κατά πώς τῆς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ἀναγκάζεται νά προσφέρει, ἔστω καί μέ κάποιο δισταγμό, νερό στόν ἄγνωστό της Ἰουδαῖο. Οἱ δισταγμοί της βέβαια εἶναι περισσότερο θρησκευτικοί, καί ὄχι ἀπό ντροπή. Δέν εἶχε καθόλου ἀναστολές μέ τούς ἄνδρες. Ὅμως αὐτός ἐδῶ ὁ ἄγνωστος Ἰουδαῖος, πού δέν προσφέρεται γιά ἄνομες ἡδονές, φαίνεται ὁλότελα διαφορετικός. Ἔχει πάνω του μιά ἕλξη πού διαφέρει ἀπό τούς ἄλλους. Αὐτός ἐδῶ χαρίζει μιά ἄλλη ἡδονή.
…«ἡ πηγή τῆς ζωαρχίας,»…
Ὁ ἄγνωστός της εἶναι ἡ ὄντως ζωή ἤ κατά τόν ὑμνωδό «ἡ πηγή τῆς ζωαρχίας,», καί κομίζει, ἀλλά καί προσφέρει ἕνα νερό, πού ξεδιψᾶ ὑπαρξιακά τήν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ὁ λόγος Του προσφέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀπάντηση στό βασανιστικό ἐρώτημα τῆς ὑπάρξεως. Ἐρώτημα πού βασάνιζε ὄχι μόνο τούς σοφούς, ἀλλά καί τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, σάν τήν Σαμαρείτιδα, πού ἄν καί στήν βυθισμένη στήν περιδύνηση τῆς ἄστατης ζωῆς της, ἤθελε νά μάθει γιά τά μεγάλα καί τρανά τῆς ὑπάρξεως.
Ἡ Σαμαρείτιδα πού πολύ βιαστικά ἔκανε στό καταμεσήμερο τό δρομολόγιο γιά νά ἀντλήσει νερό ἀπό τό πηγάδι γιά τήν καθημερινή της ἀνάγκη, συναντιέται μέ τόν Χριστό. Καί ἀκολουθεῖ ἕνας μοναδικός σέ ἀποκαλύψεις διάλογος, πού μέσα ἀπ’ αὐτόν θά ἀνοιχθοῦν καινούργιες προοπτικές καί γιά τήν ἴδια καί γιά τήν περιοχή τῆς Σαμάρειας, τελικά ὅμως καί γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.
Ἡ κακόφημη γυναίκα, ζοῦσε μιά ἄστατη ζωή. Ρουφοῦσε τήν σαρκική ἡδονή πιστεύοντας ὅτι μέσα στή στιγμιαία χαρά θά εὕρισκε πλήρωση τοῦ ὑπαρξιακοῦ της κενοῦ. Ἡ σώφρων, ὅπως ἀποδείχθηκε τελικά Σαμαρείτισσα δέν ἦταν κακοπροαίρετη, ἀναζητοῦσε, ἔστω καί στήν διαφθορά τῆς ὑπάρξεώς της, τήν σώζουσα ἀλήθεια.
Ὁ ἄνθρωπος καί μέσα στό βυθό τῆς ἁμαρτίας παραμένει καλοπροαίρετος, ἀρκεῖ νά βρεθεῖ ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος πού θά προσφέρει τήν ἀλήθεια.
Ὁ μοναδικός Διδάσκαλος, ἀσφαλῶς διέκρινε τό διαμάντι, πού ἔκρυβε ἡ ὕπαρξή της τῆς προσφέρει τή λύση, πού ἀναζητοῦσε καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τῆς ἀποκαλύπτει τή μεσσια- νικότητά του, γιά τήν κάνει κήρυκα του καί μάρτυρα τῆς νέας πίστεως. Στή κουβέντα τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλα καί θαυ- μαστά, πού ἡ ἴδια τή στιγμή ἐκείνη δέν μποροῦσε κἄν νά ψαύσει. Τῆς ἀποκαλύπτει τή σώζουσα ἀλήθεια: ” ἔρχεται ὥρα, καί αὐτή εἶναι ἡ τωρινή, πού οἱ ἀληθινοί προσκυνητές θά προσκυνήσουν τόν Πατέρα μέ πνεῦμα καί ἀλήθεια, γιατί τέτοιους θέλει ὁ Πατέρας αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν. Ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα, καί ὅσοι τόν προσκυνοῦν, πρέπει νά τόν προσκυνοῦν μέ πνεῦμα καί ἀλήθεια“.
Ἡ ἀλήθεια πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Χριστό, δέν εἶναι μιά νοητική σύλληψη, ἀποτέλεσμα κάποιας σειρᾶς συλλογισμῶν, ἀλλά ἡ ἀποκάλυψή της ἀπό τόν Ἴδιο τό Θεό. Ἀλήθεια πού προσφέρει ὁ Λόγος Του πού σαρκώθηκε. Ἡ ἀλήθεια του δέν εἶναι ἕνα διανόημα, ἀλλά τρόπος ζωῆς, ἁπαρχή ζωῆς, τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ τή Σαμαρείτιδα γιατί ἀσφαλέστατα εἶδε τήν ἀγαθή γῆ, πού κρύβονταν κάτω ἀπό τή ρυπαρότητα τῆς ζωῆς της. Εἶδε τήν καρδιά πού τήν ἔκαιε ἡ εὕρεση τῆς ἀλήθειας, πού διψοῦσε τό λυτρωτικό πόθο. Μέ μιά μοναδικότητα διαλεκτικῆς τῆς ἀποκαλύπτει, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. “Ἐγώ εἰμί ὁ λαλῶν σοι“, καί τήν ὁδηγεῖ ἀπό τά καθημερινά καί ἐπισφαλή, στά ὑπερκόσμια καί ἀσφαλή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἴσως ἡ Σαμαρείτισσα νά μήν πολυκατάλαβε τό βάθος τῶν ὅσων τῆς ἀποκαλύφθηκαν. Ἀρκέστηκε μόνο στή θέα τῆς φωτεινότητος τῆς μορφῆς τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε καί ἡ ἴδια “φωτεινή” καί στήν καρδιά καί στό ὄνομα. Ἡ ψυχή της δέχθηκε τούς ἀποκαλυπτικούς λόγους τοῦ Χριστοῦ καί δέν διστάζει, ἀλλά τρέχει καί διαλαλεῖ τή σωστική πραγματικότητα πού τῆς δόθηκε, μιά ἀποκάλυψη πού δρόσισε τήν ταλαιπωρημένη της ὕπαρξη.
Πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι ὁ Χριστός ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο στίς ἐσωτερικές του διαστάσεις, δείχνοντας κάθε φορά τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του. Κοινωνικά ἡ Σαμαρείτιδα ἦταν σέ εὐτελή θέση. Ἦταν μιά κοινή γυναίκα μ’ ὅλη τή σημασία. Δέν ἀποδιώκεται ἀπό τόν Λυτρωτή. Τή δέχεται. Καί ὄχι μό νο κουβεντιάζει μαζί, ἀλλά τῆς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια τῆς μεσσιανικότητός Του.
Οἱ ἀλήθειες πού παρουσιάζονται στό διάλογο μέ τή Σαμαρείτιδα εἶναι μεγάλες καί μοναδικές. Πέρα ἀπό τή θεολογική πληρότητα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου μας, ἔχουμε τό ξεδίπλωμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ξαναγίνεται ὁ ἀγαπημένος, ὁ μύστης οὐρανίων ἀποκαλύψεων.
(πΚΦ )