Κυριακή Ζ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 9, 27- 35).
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, διηγεῖται τή θεραπεία δυό τυφλῶν, καί ἑνός κωφοῦ ὁ ὁποῖος ἐκτός τῆς σωματικῆς του παθήσεως, ἦταν καί ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ δαίμονα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος σημειώνει, ὅτι πλησιάζοντας τούς τυφλούς ὁ Χριστός, ἄγγιξε τά κλειστά τους μάτια καί τούς εἶπε: “κατά τήν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν“.
Τό ἄγγιγμα καί ἡ προσταγή κάνει τούς τυφλούς νά βροῦν τό φῶς τους. Ἐδῶ, ἄς θυμηθοῦμε μιά ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση, ὅταν ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ζητοῦσε τή θεραπεία τοῦ δούλου του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός τοῦ εἶχε πεῖ τότε· “ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι“. Καί στίς δυό αὐτές θαυματουργικές θεραπεῖες, ἡ χορηγία τοῦ θείου ἐλέους εἶναι ἀνάλογη πρός τή δυνατότητα “τοῦ πιστεύω” τοῦ αἰτοῦντος ἀνθρώπου.
Ἡ ἐκπλήρωση τοῦ κάθε μας αἰτήματος ἔχει τελικά σωτηριολογική προέκταση. Ἡ σωτηρία ὅπως αὐτονόητα νοεῖται, εἶναι ἀποτέλεσμα δυό παραγόντων τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου. Τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεργάζεται τή σωτηρία, καί τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος οἰκειοποιεῖται αὐτή μέσα ἀπό τή χορηγουμένη χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς πρός τή χορηγία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ὅριο. Ὁ Θεός θέλει καί ἔχει τήν ἀπεριόριστη δύναμη νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά πάντοτε σώζονται, ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν. Καί ἐδῶ εἶναι τό σημεῖο λεπτό σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο δεσμεύεται ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ. Τό κρίσιμο αὐτό σημεῖο εἶναι ἡ ἐλευθερία μέ τήν ὁποία ἔχει προικίσει κάθε ἄνθρωπο. Ἡ ἄρνηση μας εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀναστέλλει στήν προσωπική μας περίπτωση τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, παρά τήν ὁποιαδήποτε ἀρνητικότητά μας, ποτέ δέν καταργεῖται ἡ ἐνεργοῦσα χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπιστία καί ἡ ἄρνησή μας εἶναι ἐκείνη, πού δεσμεύει πρόσκαιρα τήν ἐνέργεια Του, ὁ Ὁποῖος μακροθυμεῖ καί ἀνέχεται τήν προσωπική μας ἐπιλογή.
Οἱ δυό τυφλοί μέσα στό δρᾶμα τῆς προσωπικῆς τους περιπέτειας ποτέ δέν ἔπαψαν νά ἐλπίζουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί τώρα μέ κραυγή πού βγαίνει ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς τους ζητοῦν τήν ἀρωγή τοῦ Ἰησοῦ, ἀναγνωρίζοντες διαισθητικά τή δαβιδική καταγωγή του: “ἐλέησον ἡμᾶς, Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ”.
Νομίζω ἀκόμη, ὅτι πρέπει νά σταθοῦμε λίγο καί στήν λέξη μέ τήν ὁποία ἀπαντᾶ ὁ Χριστός στήν κραυγή τῆς ἀγωνίας τους. Ἡ λέξη “γενηθήτω” πού τούς ἀπευθύνει, ἔχει μιά ἀμεσότητα μέ τό δημιουργικό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ Λόγου στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας “πάντων τῶν κτισμάτων“. Ἄν ἀνοίξουμε καί διαβάσουμε τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι ἡ Γένεση, στούς πρώτους στίχους διαπιστώνουμε τήν ἴδια γλωσσική ἀλληλουχία καί αὐτό γιατί ὁ Ἴδιος πού ἐνεργοῦσε τότε ἐνεργεῖ καί ἐνεργεῖ τώρα. Τόσο στή δημιουργία, ὅσο καί τήν ἀναδημιουγία κόσμου καί ἀνθρώπου εἶναι παρών ὁ Θεός Λόγος.
Ἡ πτώση, συνειδητή ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου, ἔφερε τήν ἀποδιοργάνωση, ὄχι ὅμως καί τήν καταστροφή τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Τό πτωτικό γεγονός ἀναλαμβάνει καί ἀποκαθιστᾶ μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Ὁ ἐνσαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστᾶ τό πεσμένο στή φθορά καί τό θάνατο πλαστούργημά Του. Ἔρχεται καί ντύνει τή φθαρτότητά μας μέ τό χιτώνα τῆς ἀφθαρσίας, καί τή θνητότητα πού μᾶς ἔντυσε ἡ ψευδοφαντασίωση τῆς ἰσοθεΐας τοῦ προπάτορα, μέ τή δυνατότητα τῆς ἀθανασίας.
Στό θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δυό τυφλῶν, ἀλλά καί τοῦ δαιμονιζομένου, ἀλλά καί ὅλων τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ μας φανερώνεται τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Τά θαύματα δέν γίνονται γιά νά δημιουργήσουν ἐντυπωσιασμό, οὔτε γίνονται γιά νά προκαλέσουν μιά ἀσυνείδητη ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου. Τά θαύματα προϋποθέτουν τήν πίστη, ὥστε μέσα ἀπ’ αὐτά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀνακαλύπτει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά γεύεται τόν καινούργιο κόσμο, πού ἀνατέλλει γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀποκτᾶ νέες δυνατότητες καί προοπτικές. Τά θαύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δέν σταμάτησαν ποτέ, κι ἄς ὀρθώνεται μπροστά τους ὁ φτηνός ὀρθολογισμός τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅποιος περιμένει νά δεῖ θαῦμα γιά νά πιστέψει θά μένει πάντοτε σέ μιά τραγική προσμονή, πού θά τόν ἀφήνει ἔξω ἀπό τό χῶρο τῶν υἱῶν τῆς Βασιλείας. Γιοί τῆς Βασιλείας γίνονται, ὅσοι πιστεύουν καί ζοῦν τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί βιώνουν τή μυστηριακή της ζωή. Ἡ ζωή τῶν μυστηρίων εἶναι τό διαρκές θαῦμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στόν ἱστορικό χρόνο.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κατακλείεται ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή τῆς θεραπείας τῶν δυό τυφλῶν, ἀλλά καί τοῦ δαιμονιζομένου κωφοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει, ὅτι ἀμέσως μετά ὁ Ἰησοῦς, “περιῆγεν τά πόλεις πάσας καί τάς κώμας διδάσκων… καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον“. Τό ἀποκλειστικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἦταν νά γνωρίσει τή νέα πραγματικότητα πού ἐγκαινιάζει στόν κόσμο ἡ παρουσία του, δηλαδή τό Εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα ὅμως θεραπεύει καί τίς ἀρρώστειες τοῦ λαοῦ μέ τόν ὁποῖο βρίσκεται σέ καθημερινή σχέση. Γεννᾶται ὅμως εὔλογα τό ἐρώτημα, γιατί θεραπεύει ὁ Χριστός; Ἦρθε γιά νά καταλύσει τόν πόνο; ἤ νά δείξει μιά δυνατότητα ζωῆς δίχως ἀρρώστειες;
Νομίζω ἔτσι ἁπλά, ὅτι τό κύριο μέλημα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν νά προσφέρει σάν κάποιος γιατρός ὁρισμένες θεραπεῖες, ἔστω τόσο ριζικές, παρά τό ὅτι μέ τήν ἐνσάρκωσή του “ἀνέλαβε” ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί ἔκανε δικό του πόνο, τό δικό μας πόνο καί ἔγινε ὁ “δυνάμενος συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρίς ἁμαρτίας” (Ἑβρ. 4, 15). Κύριο μέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὀντολογική θεραπεία τῆς πεσμένης, τῆς ἀρρωστημένης, μας φύσεως, ἀπόρροια τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ ὕπαρξη τοῦ πόνου, τοῦ ὁποιουδήποτε πόνου. Ἔτσι ὅταν θεραπεύει κάποια ἀρρώστεια φανερώνει μιά χαρακτηριστική πλευρά τῆς θείας Του ἀποστολῆς, πού ἦταν ἡ ἄρση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θεραπεύοντας παράλληλα καί τόν πόνο, ὅπου τόν συναντᾶ.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ πόνος τοῦ σώματος ἔχει μιά ἀμεσότητα μέ τόν πόνο τῆς ψυχῆς. Γιατί ἡ ἁμαρτία ὑπάρχει ριζωμένη μέσα στήν διασπασμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ὕπαρξη μας. Δέν ἦρθε λοιπόν στόν κόσμο γιά μιά θεωρητική παρουσίαση κάποιας διδασκαλίας. Ἀλλά ἔρχεται νά “ἄρῃ” στήν ἀναμάρτητη θεανδρικότητά του τήν ἁμαρτία τοῦ καθενός μας ἀνταλλάσσοντάς την μέ τή ζωή, φανερώνοντας παράλληλα καί τό μέγεθος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης του.
Ἕνα μόνο ζητεῖ ἀπό μᾶς. Νά δώσουμε μέσα ἀπό τήν πίστη μας, σάν συνειδητή ἐπιλογή, τήν ὕπαρξή μας σέ μιά διαρκῆ συμπόρευση μαζί του, στήν ὁποία γίνεται ὁ Κηρυναῖος τῆς ζωῆς μας καί συμβαστάζει τόν ὁποιονδήποτε σταυρό μας.
(πΚΦ )