Της Αποκρέως
(Ματθ. 25, 31-46).
Ἡ περικοπή τῆς μελλούσης Κρίσεως ἀποτελεῖ τό εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Τό ἀνάγνωσμα αὐτό εἶναι μιά μικρή περικοπή, ἐλάχιστο κομμάτι, ἀπό τό κατά Ματθαῖο Εὐαγγέλιο. Ἡ περικοπή αὐτή χρωματίζει τήν Κυριακή δίνοντάς της, τήν ὀνομασία Κυριακή τῆς Μελλούσης Κρίσεως. Νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Κυριακά αὐτή βρίσκεται τοποθετημένη μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπ’ τήν εἴσοδό μας στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη περίοδο ἡ Ἐκκλησία μας προσκαλεῖ καθένα νά κάνει μιά πνευματική ἐξέταση, μιά κριτική ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί μέσα ἀπ’ αὐτή τήν ἐνσυνείδητη διερεύνηση νά προβοῦμε στή λήψη κάποιων ἀποφάσεων, οἱ ὁποῖες μέ γνώμονα τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ὅπως αὐτή περιέχεται στό Εὐαγγέλιό Του νά εἰσέλθουμε στά πνευματικά παλαίσματα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἐνδοσκόπιση αὐτή θά ἐπιτρέψει νά ἐπιστρέψουμε ὡς ζωντανά μέλη τοῦ Σώματός τοῦ Χριστοῦ στήν “καινότητα τῆς ζωῆς“, πού ὑποσχεθήκαμε ὅταν μέ τό λευκό χιτώνα τοῦ βαπτίσματός μας ἐνταχθήκαμε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι ὅλα ὅσα πρέπει νά ἐνεργοῦμε σάν πιστοί εἶναι ἀνάγκη νά βασίζονται στήν «καινήν ἐντολήν τῆς ἀγάπης», ἡ ὁποία καί τελικά εἶναι ὁ κριτής μας. Ἡ ἀγάπη ὄχι σάν μιά ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά ζωντανή καί συγκεκριμένη μέ πράξεις, πού μετουσιώνουν τή θεωρία στήν πρακτική της διάσταση.
Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς τόσο συγκλονιστικῆς περικοπῆς ἔχουν εἰπωθεῖ τόσο πολλά, καί πολλές φορές μέ τρόπο φρικιαστικό. Καί ἀποφεύγουμε νά σταθοῦμε στό πλαίσιο πού ὁριοθετεῖ ἡ παραβολή. Σκεκόμαστε μονομερῶς στόν «Ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» καί τόν ἐμφανίζουν μέ μιά περισσή ἀγριότητα, πού μέ τρόπο ἐκδικητικό τιμωρεῖ τόν ἄνθρωπο, ξεχνώντας ὅτι γιά τό Θεό “τόν ἐρχόμενον” τό μόνο πού γνωρίζουμε εἶναι ἡ Ἀγάπη, ” ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι“. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης ἔχει θέλημά Του, τό πλαστούργημά Του, ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ στήν ἀγάπη καί νά τελειώνεται μέσα στό καμίνι τῆς ἀγάπης.
Ἄν δοῦμε καλύτερα τά στοιχεῖα, πού συνιστοῦν τή δομή τῆς περικοπῆς θά διαπιστώσουμε, ὅτι αὐτή κυριαρχεῖται ἀπό τό στοιχεῖο τῆς ἀγάπης.
Ὁ ἄνθρωπος σκοπό ὑπάρξεως πρέπει νά ἔχει τήν ἀγάπη, ὄχι σάν θεωρητική διαπραγμάτευση, ἀλλά σάν πρακτική κατάκτηση καί τότε γίνεται πραγματικότητα τό: ” ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε ” . Ἡ ἀγάπη πάντοτε παραμένει τρόπος ζωῆς, γιατί στοχεύει στήν ἀποδοχή τῆς παρουσίας τοῦ ἄλλου δίπλα μας. Πάντοτε μετά τήν μεταπτωτική μας κατάσταση, ὁ ἄλλος ἔχει γίνειι ὁ διαφορετικός ἀπό μᾶς, ὁ ξένος, καί πολύ δύσκολα ἀνεχόμαστε τήν παρουσία του δίπλα μας.
Ἡ ἀποδοχή τοῦ ἄλλου, μέσα στό νέο πού ἔφερε ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκδηλώνεται μέ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μιλάει γιά “καρδία ἐλεήμονα” πού προσεύχεται, ἀγαπᾶ, ὅλα τά ὑπαρκτά, ὅσα ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἔφερε ” ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι“. Ὅλα ἔχουν τή θέση τους μέσα μας καί ὅλα μέ μιά θυσιαστική προσπάθεια ἀπό τή δική μας πλευρά μποροῦν νά καλυφθοῦν μέ τήν ἀγάπη.
Τό πρᾶγμα βέβαια δέν εἶναι τόσο ἁπλό, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι μιά μετουσίωση τῆς θεωρίας σέ πράξη, πού πραγματοποιεῖται μέσα ἀπό τή θυσιαστική ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας. Ἀλλά μόνο τότε αὐτή θά ἀποτελεῖ καί τό κριτήριο γιά νά κερδίσουμε τήν θέση μας κοντά στόν Θεό μας πού ἀγαπᾶ ὅλα τά δημιουργήματά του. Καί ἀπό ἐδῶ θά ἀντιληφθοῦμε, ὅτι κρινόμαστε μέ τό μέτρο, πού ἐμεῖς προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας στόν ἄλλο.
Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾶ εὔκολα τή σχετικότητα του, οὔτε γιά τό βιολογικό του τέλος νοιάζεται, ἀλλά οὔτε καί τήν προειδοποίηση τῆς κρίσεώς του. Ντυμένος μέσα στή φθαρτότητα τοῦ βιολογικοῦ του κύκλου κάνει τά ἀδύνατα γιά νά μή σκέφτεται ὅλα ὅσα ἡ σημερινή περικοπή περιγράφει, καί πού εἶναι πραγματικότητες βεβαιομένες.
Ἡ μέριμνα τῶν παρόντων μᾶς συμπνίγει, καί κάνει νά ζοῦμε συσχηματισμένοι στήν αὐταπάτη τοῦ σχήματος τοῦ νῦν καιροῦ. Γι’ αὐτό καί σ’ ὁποιοδήποτε βιοτικό ἐπίπεδο κι ἄν βρισκόμαστε, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας, δέν θέλουμε νά συμβιβαστοῦμε οὔτε στήν ἰδέα τοῦ θανάτου, πού εἶναι μιά ἁπτή καθημερινή πραγματικότητα, οὔτε καί θέλουμε ν’ ἀκούσουμε γιά μέλλουσα ζωή καί κρίση προσωπική.
Παρά τά δικά μας ὅμως θελήματα τό θέμα τοῦ μελλοντικοῦ μας προορισμοῦ εἶναι μιά πραγματικότητα, πού διδάσκεται ἀπό τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας καί ἀποτελεῖ βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Κύριός μας θάρθει γιά δεύτερη φορά. Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ἀλήθεια βασική, πού διαπερνᾶ ὅλη τήν παράδοση τῆς πίστεώς μας. “Ἔρχεται ὁ Κύριος κρῖναι γῆν· κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, καί λαούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ αὐτοῦ” (Ψαλμ. 25, 4), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει: “Τούς γάρ πάντας φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος πρός ἅ ἔπραξε εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν” (Β’ Κορ. 6, 10), τό δέ Σύμβολοτῆς Πίστεως λέει: “Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς…“. Ὁ Χριστός θάρθει μέ τή θεϊκή Του λαμπρότητα “καί καθίσει ἐπί θρόνου δόξης καί συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη” (Ματθ. 25, 32). Δέν χωράει λοιπόν ἀμφιβολία, καί παρά τίς λιγοστές ἀναφορές πού προαναφέραμε ἐδῶ λόγῳ ἐλλείψεως χώρου, γιά τό γεγονός αὐτό.
Ἀγαπητοί μου,
Στήν κρίση τοῦ Θεοῦ ὅλοι κρινόμαστε.
Γι’ αὐτόν τόν Θεό τό μόνο πού γνωρίζουμε, ὅπως προαναφέραμε, εἶναι ἡ “ἀγάπη ἐστι” (Α’ Ἰωάν. 4, 8). Καί ὅτι ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ δικαιοκρισία Του στήν ἀγάπη κινεῖται. “Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε“, δηλαδή ἐφόσον πραγματοποιήστε τήν ἀγάπη «ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων», νά θεωρεῖτε βεβαία τήν κοινωνία μαζί μου.
Ἄν ρίξουμε μιά ματιά στόν γνωστό ὕμνο τῆς ἀγάπης, ὅπως καταγράφεται ἀπό τή γραφίδα τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 13, 1- 8), εὔκολα θά καταλάβουμε τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί κατ’ ἀκολουθίαν γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τό κριτήριο τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν κάθε ἄνθρωπος δείχνει τήν ἀγάπη πρός ὅλους καί γιά ὅλα, “ἤδη κέκριται“. Τό βήμα τῆς κρίσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν εἴσοδο μας στό χῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἰσέρχεται ἐκεῖ μονάχα αὐτός, πού ἔμαθε νά ἀγαπᾶ ἀπό τήν παροῦσα ζωή.
(πΚΦ)