Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - Κυριακή 30-3-2008
( Ἑβρ. 6, 13-2 ).
Κάθε φορά πού προσεγγίζουμε τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγουν οἱ λόγοι, πού ἔκαναν τόν Ἀπόστολο νά ἀφήνει γιά λίγο τήν προφορική διδασκαλία, καί νά καταφεύγει στό δύσκολο ἐγχείρημα νά καταγράφει ἐπιστολές στίς τοπικές Ἐκκλησίες ἤ σέ πρόσωπα γιά ποιμαντικούς κυρίως λόγους. Τό γράψιμο τά χρόνια ἐκεῖνα ἦταν πολύ δύσκολη ὑπόθεση. Ἡ γραφική ὕλη π.χ. ἦταν εἶδος πολυτελείας. Τό προνόμοιο νά διαθέτουν τά ἀπαραίτητα γραφικά εἴδη τό εἶχαν μόνο οἱ πλούσιοι. Ἄν μάλιστα ἀναλογισθοῦμε ἐδῶ καί τίς συνθῆκες ζωῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μέ τά ταξίδια, (συνεχεῖς μετακινήσεις γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου), ἡ φροντίδα για τίς τοπικές ἐκκλησίες «ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», ἀλλά καί οἱ διωγμοί, οἱ φυλακίσεις, οἱ ἀρρώστειες καί ὅσα τοῦ συνέβαιναν κάθε στιγμή, καταλαβαίνουμε τή δυσκολία νά γράφει τοῦ ἀθλήματος τῆς γραφῆς ἀπό μέρους του. Μέ πόσο κόπο καταγράφηκαν τά ἱερά αὐτά κείμενα.
Ἡ ἵδρυση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἔφερναν καί ἀναπόφευκτα πλῆθος προβλημάτων, πού ἔπρεπε νά βρίσκουν τή λύση τους, εἰδάλλως δέν γνωρίζουμε ποιά θά ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα γιά παράδειγμα ἀκούγεται στή θεία λειτουργία ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή. Στούς χριστιανούς πού προέρχονταν ἀπό τούς Ἑβραίους, ἀνάμεσα στά ἄλλα προβλήματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν, ἦταν πώς ἔπρεπε νά διαγράψουν ἀπό τή ζωή τους, πολλά ἀπ’ ὅσα ἀποτελοῦσαν τά αὐτονόητα τῆς φυλῆς τους. Ἕνα ἀπ’ αὐτά ἦταν ὁ Ναός καί τό ἱερατεῖο τῶν Ἱεροσολύμων. Καί ὅσοι ἔχουμε μιά αἴσθηση τῆς παραδόσεως μποροῦμε νά καταλάβουμε, τί σημαίνει νά διαγράφεις τήν παράδοσή σου καί νά ἀκολουθεῖς μιά καινούργια παράδοση μέ ἄλλες προοπτικές.
Κηρύσσοντας ἀρχικά στούς ὁμοεθνεῖς του, ἀλλά καί γράφοντας τήν Ἐπιστολή αὐτή, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα θέματα πού θίγει, ἔρχεται νά διαφοροποιήσει ριζικά τή μοναδικότητα τῆς Ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ ὅλες τίς ἰουδαϊκές, ἀλλά καί τίς εἰδωλολατρικές ἀντιλήψεις γιά τήν ἱερωσύνη. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶχαν τό ἱερατεῖό τους, τό ὁποῖο θεωροῦσαν σάν φορέα ὑπερφυσικῆς ἐξουσίας, πού μέσα ἀπό τίς διάφορες ἐξιλεωτικές πράξεις μέ ἀποκορύφωμα τίς θυσίες μποροῦσε νά ἐξευμενίζει τό θεῖο καί νά τό συμφιλιώνει μέ τό λαό. Τό ἱερατεῖο καί ἡ ἰδιότητά του δημιουργοῦσε στά μάτια τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων κάτι τό ξεχωριστό, τό μαγικό πολλές φορές. Ἡ ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων γιά θεότητες τρομερές, πού ἐξακοντίζουν κεραυνούς καί καταδυναστεύουν τούς ἀνθρώπους, χρειάζονταν τούς σχετικούς μεσίτες ἱερεῖς γιά συμφιλίωση καί εἰρήνευση. Ἀλλά καί στό ἑβραϊκό ἱερατεῖο, παρά τή διαφοροποίηση του σέ σχέση μέ τήν εἰδωλολατρία, εἶχαν εἰσβάλει ἀνάλογες ἐπιδράσεις, πού ὅμως δέν μποροῦσαν οἱ θυσίες αὐτοῦ τοῦ εἴδους νά σηκώσουν τό βάρος τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔφερε νέα δεδομένα στή αἴσθηση περί Θεοῦ, ἀλλά καί στή θεραπεία τῆς ἀσθενούσης ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ δυνάστης, οὔτε ὁ ἐκδικητής. Εἶναι ἡ σώζουσα καί θυσιαστική ἀγάπη. Τά νέα πού κομίζει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι πολλά, ἕνα ἀπ’ αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Θεός δέν χρειάζεται καμμιά συναλλαγή, προκειμένου νά γίνουμε οἰκεῖοι μαζί του. Ὁ Θεός εἶναι «ἀνενδεής» καί «ἀποσδεής». Δέν χρειάζεται τίποτε ἀπό μᾶς. Ὡς ἡ μοναδική ἀλήθεια καί ἀγάπη προσφέρει τά πάντα στόν ἄνθρωπο. Χορηγεῖ τή ζωή καί χαριτώνει τόν κάθε ἄνθρωπο.
Τό ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν θείων ἐνεργειῶν ὑπῆρξε ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θυσία αὐτή προσφέρθηκε ὄχι γιά ἐξιλέωση τοῦ θείου, ὅπως νομίζουν κάποιοι, ἀλλά γιά νά γίνει τό ἀντίδοτο γιά τή θεραπεία τῆς ὑπαρξιακῆς ἀσθενείας μας. Νά γίνει τροφή δική μας ὁ Χριστός, πού τρώγοντας καί πίνοντας τόν Ἴδιο νά παίρνουμε τή θεραπεία. Ὅσο ἀντινομικό κι ἄν φαίνεται αὐτό, ἦταν ἡ μοναδική λύση τοῦ παναθρωπίνου προβλήματος.
Μέσα ἀπό τή μετάληψη τοῦ Κυριακοῦ Σώματος καί Αἵματος νικιέται ὁ πνευματικός θάνατος καί κατακτιέται ἡ ζωή. Ἔτσι ὁ βιολογικός μας θάνατος μεταβάλλεται σέ ἔξοδο ἀπό τήν κατάσταση τῶν «δερματίνων χιτώνων», στήν εἴσοδο τῆς ἀφθαρσίας καί ζωῆς. Πράγματι ὁ Χριστός διά τοῦ «πάθους, τό θνητόν ἐνδύει τῆς ἀφθαρσίας τήν εὐπρέπειαν».
Ὁ Χριστός γίνεται ὁ μοναδικός ἱερεύς. Ἀρχιερεύς ἀποκαλεῖται ἀπό τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γίνεται ἡ «ὁδός» ἐπαναγωγῆς τῶν κατακομματιασμένων ἀνθρωπίνων ἀτομικοτήτων σέ ἑνότητα καί ἐπανεμφάνιση τῆς ἀκέραιης φύσεως μας στόν Δημιουργό καί Πλάστη μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέσα ἀπό τή μοναδικότητα τῆς Ἀρχιερωσύνης του, καί μπορεῖ νά τήν προσαγάγει στό Θεό καί Πατέρα μας, καί ἐμεῖς μέσα ἀπό τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης νά ἐπαναποκτοῦμε τή θέωσή μας.
Ὅλα αὐτά πού ἐπιγραμματικά σημειώνονται ἐδῶ δείχνουν τή νέα ἀντίληψη πού εἰσαγάγει στόν κόσμο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐκτός τῶν ἄλλων διαφοροποιεῖ καί κάθε ἰδιότητα Ἀρχιερέως καί ἱερέως ἀπό τίς προχριστιανικές ἤ ἐξωχριστιανικές ἀντιλήψεις.
Κατά συνέπεια ὁ ἱερεύς στήν Ἐκκλησία δέν ἐξευμενίζει τό θεῖο μέσα ἀπό πράξεις καί ἐνέργειες , ἀλλά πρῶτα καί κύρια τελεῖ τήν «ἀναίμακτον ἱερουργίαν» τῆς θείας Λειτουργίας στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ πιστός, γεύεται τή σάρκα καί τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά ζήσει καί ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ὁ κόσμος.
(πΚΦ )