ΤΕΛΩΝΟΥ καί ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ - Κυριακή 17-2-2008
( Β' Τιμ. 3, 10- 15 ).
Κατά τή φετεινή αὐτή Κυριακή ἀνοίγει τό «Τριώδιο». Ἀρχίζει δηλαδή, ἡ ἔναρξη τοῦ κύκλου τῶν κινητῶν ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου. Οἱ ἑορτές αὐτές, ὅπως ὅλοι καλά γνωρίζουμε, κινοῦνται γύρω ἀπό τό Πάσχα. Τό Πάσχα δέν ἔχει σταθερή ἡμέρα ἑορτασμοῦ. Ἡ ἡμερομηνία αὐτή καθορίζεται ἡ μέσα ἀπό ἀστρονομικούς ὑπολογισμούς.
Τόν ἑορτολογικό κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, πού ἀρχίζουν μέ τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, καί τελειώνουν μέ τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, τόν περιμένει, ὁ εὐσεβής λαός μας μέ λαχτάρα. Ἤδη ἡ ἀνθισμένες ἀμυγδαλιές ντύθηκαν τόν ἄσπρο τους πέπλο, σημάδι τῆς ἐξωτερικῆς ἀνοίξεως πού ἔρχεται, εὐτρεπίζεται καί ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση, πού σηματοδοτεῖται μέ τήν πνευματική περίοδος πού σέ λίγο θά μποῦμε.
Στή θεία λειτουργία τῆς σημερινῆς Κυριακῆς σάν κείμενο τοῦ ἀποστόλου διαβάστηκε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν Βα πρός Τιμόθεο ἐπιστολή τοῦ Παύλου. Καί προκαταβολικά θά μπορούσαμε νά λέγαμε, πώς φέτος ἔχουμε αὐτή τήν ἀγαθή συγκυρία, σέ δυό συνεχόμενες Κυριακές νά διαβάζονται ἀποστολικά ἀναγνώσματα ἀπό τή μικρή σέ ἔκταση, δευτέρα πρός Τιμόθεον ἐπιστολή. Καί μποροῦμε εὔκολα νά διαπιστώσουμε τή συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ Παύλου πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο.
Ὁ δέσμιος γιά τό Χριστό Παῦλος γνωρίζει καλά τήν ἀπόφαση τοῦ αἱμοσταγοῦς Νέρωνος, γι’ αὐτό καί ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀποτελεῖ τό «κύκνειο ἆσμα» τοῦ Παύλου. Παρ’ ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχουν δάκρυα, οὔτε φόβος γιά τόν ἐπικείμενο θάνατο. Τό λέει ξεκάθαρα στόν Τιμόθεο «καί ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκεν» (4, 6).
Παρ’ ὅλα αὐτά τό μόνο πού τόν ἐνδιαφέρει εἶναι τό ἔργο καί ἡ προοπτική τῆς νεοπαγοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Στό νοῦ του ἔχει τό μέγεθος τοῦ θαύματος καί προσπαθεῖ κατ’ ἄνθρωπο νά δίνει ὁδηγίες καί κατευθύνσεις στούς συνεργάτες καί ὑπευθύνους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Τιμόθεος εἴδαμε, πώς ἔχει ἀρκετό ἔργο κάνει στήν Ἔφεσο, καί γι’ αύτό πρέπει νά βρίσκεται καθημερινά ἄγρυπνος στήν ἔπαλξη τοῦ χρέους. Ἔτσι ἀναπότρεπτα βγαίνουν ἀπό τή γραφίδα οἱ πατρικές νουθεσίες.
«Νά μήν πτοηθεῖς ἀπό τήν κακότητα τῶν ἀνθρώπων, πού σάν τήν ἄγρια θάλασσα ξεσπᾶ πάνω στήν Ἐκκλησία καί πού ζητεῖ νά τήν πνίξει. Ἔχεις δεῖ (Τιμόθεε) στό διάστημα πού ἤσουν κοντά μου τά ἐμπόδια πού ἔβαζε μπροστά μας ὁ σατανᾶς γιά νά σταματήσουμε, εἶδες πώς δίδασκα, εἶδες ὅλη μου τή συμπεριφορά, εἶδες πώς σκοπός τῆς ζωῆς μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς καί αὐτός Ἐσταυρωμένος».
Καί μέσα σ’ ὅλες αὐτές τίς ἐπισημάνσεις γίνεται καί μιά ἀναφορά στό δικό του παράδειγμα, «εἶδες» σημειώνει. Αὐτό τό ρῆμα ἐπισημαίνει στόν μαθητή τόν τρόπο δράσεως καί ἐνεργείας τοῦ Παύλου, ἀλλά καί τήν συμπεριφορά γιά τήν προσέγγιση τοῦ ἄλλου. Τή συμπεριφορά τοῦ χριστιανοῦ τήν ὁριοθετεῖ μέσα στόν ὅρο «εὐσέβεια», ἡ ὁποία εἶναι γιά τόν κάθε χριστιανό, τρόπος ζωῆς, μιά καί εἶναι ἡ μόνη πού ἀνοίγει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ κατά Χριστόν εὐσέβεια δέν ἔχει νά κάνει μέ μιά σειρά κανόνων ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς.
Ἡ εὐσέβεια εἶναι ἡ ἐξωτερίκευση τοῦ ἤθους τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος καθ’ ἑαυτόν. Ἡ «κατά Χριστόν ζωή» μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τῆς καθαρότητος. Ἡ ἐσωτερική «νήψη» εἶναι τό στοιχεῖο, πού δείχνει τήν εὐσέβεια ἤ καλύτερα τή θεοσέβεια τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ ἀληθής εὐσέβεια προσκύνησις τῆς Τριάδος» θά σημειώσει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἔτσι λειτουργεῖ στή σκέψη τῶν πατέρων. Καί αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό πρᾶγμα. Δέν φτάνει νά εἶναι κανείς καλός στήν ἐξωτερική του συμπεριφορά. Χρειάζεται πάνω ἀπό ὅλα ἡ σωστή βίωση τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί ἐν προκειμένῳ τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας. Βλέπετε καί οἱ αἱρετικοί ἦταν τουλάχιστο καλότροποι, ἔτσι ἔδειχναν. Ὅμως δέν ἦταν ἀρκετός ὁ τρόπος τους καί ἡ εὐγένεια, ἀφοῦ δέν πίστευαν τά γνήσια καί ἀληθινά. Ὅσα ἡ Ἐκκλησία διδάσκει.
Τό πρόβλημα αὐτό στίς ἡμέρες μας γίνεται ὀξύτερο. Πολλοί χριστιανοί ἔχουν ἀμβλύνει τήν πνευματική τους αἴσθηση καί ζωή. Ἀρκοῦνται σέ μιά καλή συμπεριφορά πού τήν θεωροῦν ἀρκετή, ἐνῶ διατηροῦν μόνο κάποιες περιστασιακές τυπικές σχέσεις μέ τήν Παράδοσή μας. Οἱ ἴδιοι ἀκόμη θαυμάζουν ἀνθρώπους ξένων θρησκειῶν ἤ ἀκόμη μέσα ἀπό πλέγμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἔρχονται ἀναπότρεπτα σέ ἐπαφές, ἀλλά καί σχέσεις ἐπαγγελματικῆς φύσεως. Οἱ γνωριμίες αὐτές ἐξελίσσοναι σέ φιλικές, ἄλλες καταλήγουν καί γάμους. Τούς συνανθρώπους μας πού δέν ἔχουν τά δικά τους πιστεύματα, δέν πρέπει νά τούς ἀποφεύγουμε, οὔτε νά θεωροῦμε ἐφάμαρτη μιά σχέση πού μπορεῖ νά καταλήξει σέ γάμο. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτέ δέν ἐμπόδισε συναντήσεις ἤ συναναστροφές. Χρειάζεται ὅμως νά ἔχουμε γερά θεμέλια πίστεως, ὥστε νά τούς ἐπηρεάζουμε θετικά, μάλιστα μέσα ἀπό τή βίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας νά τούς δείχνουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά ἐπηρεζόμαστε ἀπ’ αὐτούς, καί νά διαγράφουμε ἀκόμη καί τήν πίστη πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πατέρες μας, γιά νά φανοῦμε δῆθεν προοδευτικοί καί «μοδέρνοι».
Ἀπαιτεῖται ἀπ’ ὅλους μας ἡ καλή καί οὐσιαστική μαρτυρία πίστεως μέσα ἀπό τή βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς εὐσεβείας (Α’ Τιμ. 3, 16).
(πΚΦ )