ΚΥΡΙΑΚΗ 4 Απριλίου 2010
ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ
(Πραξ. 1, 1-8)
Στο Πανηγύρι Τησ Χαράσ
«Αὕτη ἡ κλητή καί Ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλίς καί κυρία, ἑορτή ἑορτῶν καί πανήγυρις ἐστι πανηγύρεων…».
Ὁ ὕμνος αὐτός, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ἀναστάσιμη ὑμνογραφία δείχνουν τή μοναδικότητα τῆς ἑορτῆς τῶν ἑορτῶν. Καί αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο, ἀφοῦ μέσα ἀπό τόν ὕμνο, τό τραγούδι τῆς χαρᾶς ξεχύνεται ἡ ἐξωτερίκευση τῆς χαρᾶς, τῆς παναθρώπινης χαρᾶς. Πανηγύρι καί χαρά πού διαρκοῦν αἰῶνες τώρα, χωρίς νά χάνουν ποτέ τήν ἐπικαιρότητα καί τή λαμπρότητά τους.
Γιορτάζει ὁ κόσμος τό Πασχαλινό πανηγύρι τῆς χαρᾶς. Μέσα στίς ὁλοφώτιστες Ἐκκλησιές «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου» βλέπει νά ξεπροβάλλει μπροστά του ἡ χαρά τοῦ φωτός καί ἡ ἐλπίδα τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως. «Χριστός Ἀνέστη!» μύριες φορές.
Πανηγυρίζουμε καί ἐφέτος, μέσα σ’ ἕνα κόσμο γεμᾶτο ἀπό ἀντινομίες καί παραδοξότητες, μέ ἐπιλογές πού μόνο τίς ἀχόρταγες αἰσθήσεις ζητοῦν νά ἱκαονοποιήσουν, σ’ ἕνα κόσμο πού μοναδικός στόχος ἀποτελεῖ τό οἰκονομικό πρόβλημα, δείγματα ὅλα αὐτά τῆς χρεωκοπίας τῶν ἐγωκεντρικῶν του ἐπιλογῶν, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας.
Πολλοί ἀπό μᾶς τούς λεγομένους χριστιανοί ἔχουμε ξεχάσει, ἤ δέν ξέρουμε, τί σημαίνει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στεκόμαστε τίς πιό πολλές φορές μόνο στό ἐθιμικό σχῆμα, τήν ἀργία, τόν ὀβελία, τήν ἐκδρομή, κι ἄντε νά τραβήξουμε σέ κάποια Ἐκκλησιά γιά ν’ ἀκούσουμε τό Χριστός Ἀνέστη, ἔτσι για τό καλό! κι ὕστερα πάλι νά βρεθοῦμε στό θανατερό ρυθμό τῆς καθημερινότητας.
Ἄν σταθοῦμε μόνο σ’ αὐτά πού ἀποτελοῦν τήν ἐπιφανειακότητα τῆς ἑορτῆς, τότε γιορτάζουμε δίχως τό κεντρικό Πρόσωπο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού στάθηκε ἡ αἰτία τῆς Λαμπρῆς. Εἶναι σάν νά πηγαίνουμε σ’ ἕνα γάμο, πού ὅμως γαμπρός καί νύφη δέν ὑπάρχουν. Κάποιοι ἄνθρωποι καί στά παλαιότερα χρόνια, ἀλλά καί σήμερα ἀρνοῦνται νά δοῦν τήν καθοριστικῆς σημασίας παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν ἱστορικό χρόνο καί προσπερνοῦν καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεώς Του, καί λένε μόνο γιά ἕνα ἀνοιξιάτικο ἔθιμο, πού ἀντικατάστησε τίς παγανιστικές γιορτές τῶν εἰδωλολατρῶν.
Οἱ μάρτυρες ὅμως τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἀπόστολοι, αὐτόπτες και αὐτήκοοι κήρυξαν δίχως κοσμοικές προϋποθέσεις «Χριστόν παθόντα και ἀναστάντα». Μᾶς βεβαίωσαν μέ τρόπο κατηγορηματικό γιά ἐκεῖνα πού ἔλαβαν χώρα, «ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α’ Ἰωάν, 1, 1), καί αὐτά τά διαλάλησαν μέ παρρησία σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Καί ἀκόμη, ὄχι μόνο ἁπλά τά γνωστοποιήσαν, ἀλλά προσκάλεσαν κάθε ἄνθρωπο, νά γίνει κοινωνός τῆς «καινῆς βιοτῆς», πού μέσα ἀπό τόν Τάφο ἀνέτειλε.
Εἶναι γεγονός πώς στόν κόσμο μας ὑπάρχει μιά κοινῶς ἀποδεκτή ἀντίληψη, πού μᾶς λέει, ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι ἡ μόνη φυσιολογική κατάσταση στόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀρρώστεια πού μᾶς καταβάλλει καί ὁδηγεῖ στό θάνατο πρέπει νά καταπολεμηθεῖ, γιατί τό βιολογικό τέλος τρομάζει τόν ἄνθρωπο. Πώς μπορεῖ σ’ αὐτή τήν παναθρώπινη ἀγωνία νά δοθεῖ μιά λύση;
Πιστεύω πώς ἔχουμε τή λύση στά χέρια μας, ὅμως ἑωσφορικά τήν προσπερνοῦμε. Ἡ λύση τῶν παναθρωπίνων προβλημάτων εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἔτσι στό Θεανθρώπινο Πρόσωπό Του καί ἡ ὑγεία, ἀλλά προπάντων ἡ ἀρρώστεια, ἡ χαρά καί ἡ ὁδύνη γίνονται αἰτία νά εἰσοδεύσουμε στήν καινούργια πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Ἡ εἴσοδος στό χῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια ἀδιαπραγμάτευτη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔρχεται νά δώσει κάποια παρηγοριά. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά κάνει τόν καθένα μας μάρτυρα, δηλαδή βεβαιωτή, «τοῦ πρώτου λόγου ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καί διδάσκειν» (Πράξ. 1,1). Καί μάρτυρας Χριστοῦ εἶναι αὐτός πού βεβαιώνει μέσα ἀπό τή ζωή του, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἴδια του ἡ ζωή αὐτό σημαίνει τό «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1, 8).
Ἡ «ἀπαρχή ἄλλης βιοτῆς» εἶναι ἡ διακήρυξη τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Στή νέα αὐτή ἀρχή μετέχεις σάν χριστιανός, δηλαδή σάν μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Νά εἶσαι χριστιανός σημαίνει νά γνωρίζεις, ὅτι μέσα ἀπό ἕνα μεταλογικό, καί ὡστόσο βέβαιο τρόπο, πού τό λέμε πίστη στό Χριστό, βεβαιώνεις κάθε στιγμή, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή τῆς κάθε ζωῆς, καί ἑπομένως ἡ ἴδια μου ἡ ζωή, «καί ἡ ζωή ἐφανερώθη καί ἑωράκαμεν, καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρός τόν Πατέρα, καί ἐφανερώθη ἡμῖν» (Α’ Ἰωάν, 1, 2). Μονάχα ἡ κατοχή τοῦ Χριστοῦ σάν Ζωῆς, ἡ κοινωνία μαζί Του, νοηματοδοτοῦν καί τή διακήρυξη τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μέσα ἀπ’ αὐτή δίνεται νόημα καί σκοπός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Τί νά τό κάνουμε ἄν ζήσουμε κάποια χρόνια πού μετροῦνται;
Ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὄχι σάν ἐχέγγυο ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή μιᾶς χρονικῆς ἐπ’ ἄπειρον παρατάσεως τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποίο ὑπάρχουμε στό τώρα, πού τελικά εἶναι παγίδευση στήν «κλειστότητα» τῆς τραυματισμένης ἀπό τό θάνατο φύσης μας. Γιορτάζουμε τελικά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, σάν τό θρίαμβο τῆς δυνατότητας νά μετέχουμε σ’ ἐκείνη τήν «ποιότητα» ἤ καλύτερα τόν τρόπο τοῦ «εἶναι», πού συνιστᾶ ἡ συμμετοχή μας στό Σταυρό, τό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση, πού ἀποκορυφώνεται μέ τήν υἱοθεσία μας ἀπό τό Θεό Πατέρα.
Πανηγύρι τῆς χαρᾶς ἀποτελεῖ τρόπο ἐλευθερίας ἀπό τή χρονικότητα καί τήν περατότητα, ἀπό τή ὕπρξη καί τή μή ὕπαρξη – τρόπο πού σημαίνεται «ως δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» στήν ἐμπειρία τῆς αὐθυπερβάσεως καί αὐτπροσφορᾶς, στό «ὑπέρ φύσιν» ἄθλημα τῆς ἀγάπης.
Πάσχα – πέρασμα ἀπό τή θνητότητα στήν ἀνάσταση, στήν ἀπαρχή «ἄλλης βιοτῆς», στό «περισσόν τῆς ζωῆς».