ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΗ ΠΛΟΗΓΗΣΗ (ΙΙΙ)
Το Αμέθεκτο της Θείας Ουσίας –
Έμμεση Θεία Αποκάλυψη
Η δίψα της θεογνωσίας είναι μια πραγματικότητα που υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων. Όμως ο Θεός είναι μια πραγματικότητα που ανήκει σε μια τάξη πολύ διαφορετική, από την τάξη που ανήκουν οι πραγματικότητες του αισθητού κόσμου. Μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει καμιά κλίμακα σύγκρισης. Ο άνθρωπος επεχείρησε μονομερώς να πλησιάσει την πραγματικότητα του Θεού, έχοντας σαν καθοδηγητή του τη θεία φλόγα που κατοικεί στο είναι του, δείγμα της συγγένειας με το θείο του δημιουργό. Προσπάθησε μέσα από τη λογική, τη γνώση να φτάσει το θείο Είναι. Όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες για να γεφυρωθεί η απόσταση, που τον χώριζε από το Θεό, δεν έφεραν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Το θείο παρέμενε μυστήριο. Γιατί μυστήριο και γνώση δεν συμπορεύονται.
Οι διάφορες θρησκείες που στο διάβα των αιώνων δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα, «το πόθον πλανώμενον επί Θεού ζήτησιν» ( Γρηγόριος ο Θεολόγος ), και στις οποίες, από τις πιο χονδροειδείς, μέχρι τις πιο λεπτές, εγκρύπτεται αυτή η βαθιά αγωνία της προσέγγισης του θείου μαρτυρεί περίτρανα την προς τα άνω κίνηση. Τόσο στην ετυμολογία της λέξεως άνθρωπος (αναθρέω= βλέπω προς τα πάνω, ή αναθρώσκω= αναπηδώ, τινάσσομαι προς τα πάνω, ή ανά + θερ+ όψ= άνθρωπος, αυτός που διευθύνει την όψη του προς τα ψηλά), βλέπουμε τονίζεται η προς τον Θεό έλξη. Αλλά και αυτή της λέξεως θρησκεία= ψιθυρίζω προσευχές, ή από τη ρίζα *θρα, ρήμα α-θρέ-ω, «ες το πεδίον το τρωικόν αθρήσειεν» ο Αγαμέμνονας παρατηρούσε από το πλοίο του τον κάμπο της Τροίας και συχνά πυκνά βογγούσε κοιτάζοντας κάθε τόσο ψηλά στο Δία (Νίκου Βαρδιάμπαση, Ιστορία μιας λέξης). Ο μακαριστός καθηγητής της Θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Λεωνίδας Φιλιππίδης, θεωρεί τη λέξη σαν μεταγραφή της εβραϊκής λέξεως derech-ja (= δρόμος Γιαχβέ). Η θρησκεία, μ’ άλλα λόγια δείχνει τη προσπάθεια που καταβάλει ο άνθρωπος για να ανασυνδεθεί με το Θεό. Αυτό οπωσδήποτε φανερώνει, ή μάλλον προϋποθέτει την απομάκρυνση, τελικά την πτώση.
Αν όμως απέτυχαν οι ανθρώπινες προσπάθειες για το πλησίασμα του Θεού, ο Θεός αυτό- αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, θέλοντας έτσι ο Ίδιος να
γεφυρώσει το χάσμα, ώστε να φωτίσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο.
Ο Άκτιστος και Απρόσιτος Θεός όμως δεν αποκαλύπτει στα κτίσματα την άκτιστη Ουσία του, που είναι απόλυτα απλή και άπειρη και γι’ αυτό είναι υπεράγνωστη, απρόσιτη και αμέθεκτη.
Η άκτιστη θεία ουσία έχει πολλαπλή άκτιστη θεία ενέργεια, που είναι ουσιώδης κίνηση και δύναμη, η οποία δημιουργεί, ουσιοποιεί και ζωοποιεί όλα τα υπαρκτά κτίσματα. Ο άπειρος και άκτιστος Θεός δεν αποκαλύπτει στα κτίσματα την άκτιστη ουσία του, που είναι υπεράγνωστη, απρόσιτη και άρα αμέθεκτη. Αποκαλύπτεται όμως , σχετικά πάντοτε, με τις άκτιστες ενέργειές Του, είτε έμμεσα, δηλαδή μέσα από τα κτίσματα (δημιουργία) «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ.1,20) , είτε άμεσα, με υπερφυσικό τρόπο. Τη θεμελιώδη αυτή αλήθεια, που αποτελεί διδασκαλία μονάχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τη διατυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος: «Αλλ’ οι μεν ενέργειαι ποικίλαι, η δε ουσία απλή. Ημείς δε εκ μεν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη Δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι Αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού μένει απρόσιτος» ( Επιστ. 234).
Έμμεσα αποκαλύπτει τον Θεό ολόκληρη η δημιουργία. Ο κόσμος, κόσμημα εξαγγέλλει την δημιουργική άκτιστη ενέργεια του Θεού, «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ.). Και ο ίδιος ο άνθρωπος προικισμένος με ιδιαίτερα χαρίσματα, αφού έχει πλασθεί «κατ’ εικόνα Θεού» εικονίζει, αλλά καλείται προς τον δημιουργό του. Και κάθε καλό και ωφέλιμο που διαπράττει, δεν αποτελούν δημιουργήματα «εκ του μη όντος», αλλά είναι ενεργήματα και εκβλαστήσεις της ζωοποιού «πνοής» του Θεού που έχει στο είναι του, «ούτως ο εκ Θεού λόγος πάσι σύμφυτος και πρώτος εν ημίν νόμος και πάσι συνημμένος επί Θεόν ημάς ανήγαγεν εκ των ορωμένων» κατά τη θεολογούσα γλώσσα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Και εν προκειμένω νόμος του Θεού είναι ο ενυπάρχων στον κάθε άνθρωπο έμφυτος ηθικός νόμος, που προτρέπει ή αποτρέπει, που επαινεί ή κατηγορεί. Είναι η ηθική συνείδηση με την οποία «ενδείκνυται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις ημών, συμμαρτυρούσης της συνειδήσεως…» (Ρωμ.2, 14-15).
Ἀπό τή στιγμή τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄρχισε, καί μέ ὅλο τό κοσμοσωτήριο ἔργο Του, πού κορυφώθηκε στή θυσία πάνω στό Σταυρό, ἀλλά καί μέσα ἀπό τό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἄρχισε καί ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί μέχρι σήμερα ἔχει ἀρχίσει ἡ ἐπίσημη ἔνταξη στήν Ἐκκλησία πολλῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Πάνω ἀπό 2000 χρόνια ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς προσκαλεῖ νά γίνουμε πάλι παιδιά του «Δεῦτε πρός με πάντες πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναύσω ὑμᾶς», ἐνῶ παράλληλα διαρκῶς ἐπεκετείνεται καί ἡ προσταγή Του γιά μαθητεία, ἀλλά καί ἔνταξη μέσα ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα τῶν ἀνθρώπων.
Ὅσοι πίστεψαν στό Χριστό, ἀλλά καί ἐμεῖς σήμερα, ὀνομάζονται «Χριστιανοί» δηλαδή ἀνθρωποι πού ἀποδέκτηκαν τόν Χριστό καί τόν πιστεύουν Θεό καί Σωτήρα τους.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστιανός ἀπό τή στιγμή πού θά πιστέψει τόν Χριστό, Θεό καί Σωτήρα του καί θά ζητήσει νά βαπτισθεῖ «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. ). Μέ τό βάπτισμά μας ἐντασσόμαστε στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κατά συνέπεια ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνες».
(πΚΦ)