Καβουσανή Τοπογραφή
ὑπό τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Φιοράκη
Στα τεύχη τῶν μηνῶν: Σεπτεμβρίου καί Ὀκτωβρίου 2009 τῶν «Ελαιανθίων», περιοδική Καβουσανή έκδοση, καταχωρήθηκε μιᾷ ἐργασία τοῦ κ. Μανόλη Γ. Δρακάκη, «Τά τοπωνύμια τοῦ Καβουσίου στο πρωτόκολλο τοῦ νοταρίου παπα-Ανδρέα Γαλανοῦ (1614-1644)».
Διαβάζοντας με μεγάλη προσοχή τό άρθρο αὑτό έννοιωσα βαθειά συγκινήσῃ, καί στο μυαλό μου ήρθαν οἱ στίχοι τοῦ Ψαλμῳδοῦ, που βρισκόμενος στην ἐξορία στῇ μακρινή χώρα τῶν ἀρχαίων Βαβυλωνιῶν, έφερνε στο νοῦ τοῦ τήν πατρίδα τοῦ, τά Ἱεροσόλυμα καί τραγουδούσε μελαγχολικά: «ἐάν ἐπιλάθωμαι σοι Ἱερουσαλήμ επιλισθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγι μου ἐάν μή σου μνησθῶ». Μνήσθηκα καί σάν ἀστραπή περᾶσαν ἀπό τῆ θύμησή μου τά δικᾷ μᾷς τοπωνύμια. Οἱ λιτοί μά τόσο όμορφοι τόποι που συγκροτοῦν τοῦ χωρίου μᾷς τήν τοπογεωγραφία. Οἱ τόποι αὐτοί σάν τοῦ κεντήματος τις παραλλαγές συνθέτουν μιᾷ γλυκειά ζωγραφιά, που βρίσκεται σ’ ὅλων μᾷς τῆ θύμηση.
Καθῖσα καί σκέφτηκα, αναπόλησα καί ξεδίπλωσα τῆς μνήμης τοῦ τόν ιστό. Κί όσο σκεφτόμουνα καί περιδιάβαινα νοερῶς, πίστευα, πως ξαναπερπατούσα ὅπως τότε, τά μονοπάτια καί τις στράτες, κί όλο ξεδιπλώνονταν κί όλο αναδύονταν ἀπό τό υποσυνείδητό μου κάποιες λεπτομέρειες σάν σε κινηματογραφική ταινία. Νᾷ οἱ τόποι μᾷς, οἱ μοναδικές περιοχές τοῦ χωρίου μᾷς. Τόποι κατάδικοι μᾷς, που δέν χρειάζεται νάχεις κάποιο περιουσιακό στοιχείο γία νᾷ συγγενεύεις μ’ αὑτόν. Ὅταν ξεδιπλώνει ἡ θύμηση ὄλα βρίσκονται σε μιᾷ ἄλλη διεκδίκηση, ὄλα ἀνήκουν στην κοινή περιουσία.
Ὅσοι τούς ζήσαμε καί βρισκόμαστε μακρυά ἀπό τό χωριό μᾷς, πιστεύω πως στην καρδιᾷ μᾷς τούς κουβαλούμε σάν παραταθήκη ἱερή κί εὐλογημένη.
Εἷναι παμπόθητα τά χώματα τῶν τόπων αὑτῶν. Εἷναι αγιασμένα τά χώματα τούς γιατί τά διαβήκανε, καί τά περπατήσανε ἀπό μακρυνές εποχές τόσοι καί τόσοι, τις πιό πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ προπάτορες μᾷς ξυπόλυτοι καί νηστικοί. Τούς δούλεψαν, τούς σμίλευσαν με μεράκι, έχτιζαν στράτες, στήνανε πεζούλες ὅπου νόμιζαν πως θα μπορούσε νᾷ καρπίσει ὁ ἱδρῶτας τούς. Καί στα χρόνια τά δίσεκτα τῆς πικρής σκλαβιάς σκαρφάλωναν ψηλά στα κορφοβούνια γεμᾶτοι ἱδρῶτα, μ’ ἀναστεναγμούς, με κλάματα κί αγωνίες νᾷ στήνονται κάθε μέρα γία τόν επιούσιο τῆς φαμελιάς τούς. Σε μέρες πάλι χαρούμενες, μέρες λευθεριάς στήνανε χορούς κί ξεφαντώματα γία νᾷ χαρούν ὅλοι μαζί καί νᾷ τραγουδήσουν, νᾷ ερωτευτούν καί νᾷ γεννοβολίσουν. Μαζί μ’ αὑτούς, καί μείς οἱ βρίσκονται μακρυά, ὅλοι ἀγαπητοί συγχωριανοί, στα δικᾷ τούς τά χνάρια περπατήσαμε καί περπατούμε τούς τόπους αὑτούς, τούς διαβήκαμε, καί τούς διαβαίνουμε καί αναπνέουμε τις μυστικές ευωδιές, που απλόχερα ὁ καλός Θεός σκόρπισε, στοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν τά γυρίσματα.
Τις τοποθεσίες τοῦ χωρίου μᾷς, μιᾷ φορά κί ἔνα καιρό, τις περπάτησαμε με τά πόδια μᾷς, τούς διάβηκαν κί ὁ ἱδρῶτας μᾷς τούς μούσκεψε ὁ ἱδρῶτας μᾷς, καί τούς αισθανθήκαμε καταδίκους μᾷς. Σήμερα βέβαια ἡ άνεση τοῦ αὐτοκινήτου, κάνει νᾷ τούς χάνουμε, μιᾷ καί τούς προσπερνούμε γρήγορα καί γι’ αὐτό ἀδιάφορα, δίχως νᾷ μπορούμε ν’ αφουγκραστούμε τις μυστικές φωνές π’ εκπέμπουν. Κί ὅσοι ξενιτευτήκαμε κάποτε, κάποτε, ξυπνούν οἱ ἀναμνήσεις καί αναπολούμε τῶν παιδικῶν μᾷς χρόνων τίς χαρές καί τις λύπες.
Ὅμως στα παιδιά μᾷς δέν τούς μάθαμε, οὔτε καί προφθάσαμε νᾷ τούς δείξαμε τις στράτες με τά καλντερίμια, ὅπου αὑτά σῴζονται ἀκόμη, μήτε τά μονοπάτια, που κί αὑτά χάθηκαν ἀπό τήν α-χρησία, μιᾷ καί τάπνιξαν τά κλαδιά ἀπό τά κατσοπρίνια, οἱ ἀσπάλαθοι (ἀσπάλακος) καί τ’ αγκαθωτά χινοπόδια. Καί ὅμως πρέπει νᾷ ξαναθυμηθούμε οἱ μεγάλοι. Καί ὅμως πρέπει νᾷ δείξουμε στα παιδιά μᾷς τήν Καβουσανή Τοπογεωγραφία, νᾷ εμφανίσουμε στα μάτια τούς ὅσα πρέπει νᾷ μάθουν κί ἀν κάποτε μπορέσουν νᾷ περπατήσουν τούς τόπους αὑτούς. Καί πιστεύω, πως διψούν καί θέλουν νᾷ μάθουν, Ν’ αγγίξουν νᾷ ψηλαφίσουν τήν πέτρα, τό χῶμα τῶν τόπων αὑτῶν.
Καθισμένος στο γραφείο μου λοιπόν, περᾶσαν τούτες οἱ νοσταλγικές ἀναμνήσεις. Κί αποφάσισα νᾷ πιάσω χαρτί καί μολύβι καί γράψω. Προσπάθησα νᾷ θυμηθώ κάποιες ἀπ’ τις ιερές τοποθεσίες, που κί ἐγώ ἤ ἔτυχε νᾷ διαβῶ, ἤ ἁπλά ἄκουσα. Νᾷ γράψω καί κάποια περιστατικά που ἐκεῖ γύρῳ έλαβαν χώρα, καί νᾷ έτσι σιγᾷ, σιγᾷ μου ‘ρθαν στό μυαλό μου κάποια ἀπ’ τά πολλά τοπωνύμια. Ὁμολογῶ πως κάποια μπορεί νᾷ τά ξέχασα ἤ νάναι μόλις διακρινόμενα στο ξεθώριασμα τοῦ γερασμένου νοῦ μου. Ἔγραψα λοιπόν ὅσα μπόρεσα νᾷ θυμηθώ.
Στην καταγραφή τῶν πολλῶν καί ποικίλης ονοματοδοσίας τοπονυμίων τηρήθηκε ἡ «κατ’ ἀλφάβητον» καταγραφή. Τό θέμα τῆς τοπονυμιογραφίας εἷναι πολύ μεγάλο καί ἀπαιτεῖ χρόνο καί ειδίκευση. Ἐπειδή πρέπει ὅμως νᾷ μή ξεχαστούν καθῖσα καί έκανα μιᾷ καταγραφή γία νᾷ θυμηθούμε γία νᾷ μή ξεχνούμε οἱ μεγάλοι, νᾷ μάθουν οἱ νεώτεροι, καί νᾷ παραμείνουν παρακαταθήκη σ’ ὄλα τά βλαστάρια τοῦ χωρίου μᾷς τοῦ τώρα καί τοῦ αύριο.
Ἴσως κάποιες τοποθεσίες νᾷ μου διαφεύγουν, ζητῶ λοιπόν, τήν επιείκια ὅλων γία τό τόλμημα μου καί θεωρῶ, πως ἡ προσπάθεια αὑτῇ θα γίνει ἀφορμή γία μιᾷ εκτενέστερη καί περισσότερο τεκμηριωμένη καταγραφή ἀπό Καβουσανούς πλέον ειδημονέστερους ἀπό μένα.