Αποστολικες Περικοπες 2003
Κυριακή Προ Της Χριστού Γεννήσεως
( Ματθ. 1, 1- 25 ).
Στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (κατά Ματθαίου Εὐαγγέλιο) τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, πού εἶναι μιά Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, μᾶς ἐντυπωσιάζει ἀσφαλῶς ὁ μακρύς κατάλογος τῶν ὀνομάτων, πού ἀκούγεται, ὅταν διαβάζεται τό ἱερό κείμενο. Ὁ γενεαλογικός αὐτός κατάλογος, ὅπως καί αὐτός πού ὑπάρχει στό εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, δέν σημειώνονται ἀπό τούς ἱερούς εὐαγγελιστές ἔτσι τυχαῖα. Οἱ κατάλογοι αὐτοί καταγράφονται γιά νά δείξουν τήν «κατ’ ἄνθρωπον» καταγωγή το ῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα «ἐκ σπέρματος Δαβίδ».
Ὁ μακρύς κατάλογος τῶν κατά σάρκα προπατόρων τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία γιά μιά ἀναδρομή στόν ἱστορικό χρόνο, ὥστε νά συναντήσουμε τήν ἀφορμή ὅλης αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς ἐνέργειας τῆς ἀρχαίας βουλῆς, πού ἔφερε τόν «Ἄ- χρονο» νά συναντήσει τή χρονικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ μέ τίς τρεῖς δεκατετράδες ὀνομάτων τῶν προγόνων του ἔχει προφανῶς δυό σκοπούς, ἀπό τή μιά μεριά νά δηλωθεῖ μέ τόν ἀριθμό 14 τό ἀριθμητικό σύνολο, τοῦ ὀνόματος Δαβίδ, στά ἑβραϊκά, καί ἀπό τήν ἄλλη μέ τίς τρεῖς δεκατετράδες πού παραστατικά ἀναφέρονται νά δειχθεῖ ἡ ἵδρυση τοῦ οἴκου Δαβίδ, ἡ δραματική κατάλυση τῆς δαβιδικῆς δυναστείας μέ τήν μετοικεσία στή Βαβυλώνα (βαβυλώνεια αἰχμαλωσία), καί τέλος νά καταδειχθεῖ ἡ ἐπανίδρυσή της ἀπό τόν Μεσσία Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ μεσσιανική προσδοκία ἦταν ἔντονη στόν ἰουδαϊκό λαό. Οἱ πολλές περιπέτειες μέ τίς ἀλεπάλληλες αἰχμαλωσίες καί ταλαιπωρίες εἶχαν διαστρέψει τήν ἀλήθεια τοῦ Μεσσία σέ μιά ἀποκλειστική ἐθνική τους ἀποκατάσταση ἀπό τόν μέλλοντα Μεσσία. Μόνο ἕνα ἐκλεκτό ἰουδαϊκό λεῖμμα κρατοῦσε τήν ἐλπίδα τῆς οὐσιαστικῆς ἀποστολῆς τοῦ Μεσσία. Ἔτσι μέσα ἀπό τόν ὅρο αὐτό ἑρμήνευαν, ἐκεῖνες οἱ ἑβραϊκές οἰκογένειες, τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία μέ παγκόσμια πνευματική σημασία καί ὄχι μέ τοπική ἤ ἐθνικιστική ἀποστολή. Ὁ Μεσσίας θά ἦταν παγκόσμιος πνευματικός ἡγέτης, κι ὄχι ὁ ἀρχηγός μιᾶς συγκεκριμένης ὁμάδος ἀνθρώπων πού θά καταδυνάστευε τούς ἄλλους συνανθρώπους. Οἱ πιστές οἰκογένειες πού εἶχαν τήν καταγωγή τους ἀπό τή γενεά τοῦ Δαυΐδ τηροῦσαν γενεαλογικούς καταλόγους. Τό ἴδιο καί ἡ οἰκογένεια τῆς Μαρίας διατηροῦσε τέτοιο κατάλογο ὀνομάτων, τόν ὁποῖο παραθέτει ὁ Ματθαῖος στήν ἀρχή τοῦ Εύαγγελίου του, καί στόν ὁποῖο καταγράφεται ἡ κατ’ ἄνθρωπο γενεαλογία τοῦ Ἀγενεαλογήτου, δηλαδή τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, τοῦ ὁποίου ἡ θεία φύση εἶναι ἀγενεαλόγητος, ὅμως ἡ ἀνθρωπίνη εἶναι γενεαλογημένη δείχνοντας ἔτσι τήν πραγματική πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως.
Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν καταγραφή τοῦ γενεαλογικοῦ καταλόγου μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα, πού εἶχαν ἀνακύψει μέ τίς λεγόμενες γνωστικές καί ἰουδαΐζουσες αἱρέσεις, καί ἀμέσως στά πρῶτα βήματά της ἔπρεπε νά καταδείξει τήν ἀλήθεια τῆς ἐμπειρίας της γιά τήν πραγματικότητα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ στό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός τῶν αἱρέσεων παρουσιάζεται, ἤ σάν ἕνα ἠθικό ὑπόδειγμα ἑνός τελείου ἀνθρώπου, ἤ μέσα ἀπό μιά ἀφηρημένη ἰδέα ἑνός ἄσαρκου Θεοῦ. Καί στίς δυό ὅμως αὐτές περιπτώσεις παραμένει ἀνέφικτη ἡ πανανθρώπινη λύτρωση.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος θέλει νά καταδείξει, ὅτι στό Χριστό καταλήγει ἡ Ἱστορία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἀβραάμ, Δαυΐδ, Χριστός. Καί ἀπό τόν Χριστό ἀρχίζει μιά ἐντελῶς καινούργια περίοδος στήν πανανθρώπινη πορεία. Φαίνεται ἀκόμη καθαρά ὅτι, ἐνῶ ὁ Χριστός δίνει νόημα στό ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά καί στό μέλλον τοῦ ἀνθρώπου, καί παρά τό ὅτι μπαίνει στήν Ἱστορία καί γίνεται ἕνα κομμάτι τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, εἶναι ὁ Ἴδιος ἐκτός τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἱστορία ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά αὐτολυτρωθεῖ, μόνο ὁ Θεός εἶναι ὁ Λυτρωτής της. Ἡ λύτρωση γίνεται μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά ὄχι μέ δικές της δυνάμεις.
Στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως γίνεται ἡ περιγραφή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, κορωνίδα τῆς ὁποίας ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Οἱ προπάτορες, δηλαδή ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἀπολάμβαναν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί γεύονταν τήν ὀμορφιά τῆς δημιουργίας. Ἦταν, ὅπως σημειώνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «ἐπόπται τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύσται τῆς νοουμένης». Ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε τήν παραδείσια χαρά. Ὅμως στήν κρίσιμη στιγμή τῆς δοκιμασίας τῆς ἐλευθερίας του, τί κρῖμα, προτίμησε μιά ἐλευθερία πού φάνταζε σάν αὐτονομία. Ἡ ἐπιλογή αὐτή ἔγινε καί ἡ ἀπαρχή τῆς πανανθρώπινης περιπέτειας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλεται τῆς παραδείσιας χαρᾶς. Φεύγει ἐξαιτίας τῆς ἐπιλογῆς του. Ποτέ ὅμως δέν σταμάτησε στήν καρδιά του ἡ νοσταλγία τῆς μελλοντικῆς ἀποκαταστάσεώς του.
… « Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ… ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν » …
«Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ… ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4, 5- 6). Ἡ υἱοθεσία ἦταν ἡ ἀκριβή ἀναζήτηση. Μέσα ἀπό μιά μακριά διαδικασία περιπετειῶν τοῦ γένους, ὁ Θεός λαλεῖ μέ τούς δικαίους Του στήν ἀσέληνη αὐτή νύκτα, προετοιμάζοντας τήν πλήρη ἀποκάλυψη καί ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στήν προτέρα σχέση μέ τήν παρουσία Του στόν πεσμένο μας κόσμο. Ὁ Θεός Λόγος, «ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός» σαρκώνεται, ἑνώνεται μέ τήν πεσμένη μας φύση. Γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά εἶναι τέλειος Θεός. Ἔρχεται καί ἀναστρέφεται τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε ἀλλοτριωθεῖ στά μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας. Ἦλθε καί ἔκτοτε παραμένει μαζί μας προσφέροντάς μας τή δυνατότητα νά εἴμαστε δικοί Του. Μέ μιά οὐσιατική λεπτομέρεια νά θέλουμε ἐμεῖς νά εἴμαστε μαζί Του.
… « τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον, ὅ τῷ Θεῷ ἥνωται τοῦτο καί σώζεται » …
Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἑνώνονται ἀδιάσπαστα ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θεραπεία τῆς καθολικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνει ὁλόκληρη τῆν ἀνθρωπίνη φύση, ψυχή καί σῶμα του, γιά νά λυτρωθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον, ὅ τῷ Θεῷ ἥνωται τοῦτο καί σώζεται».
Μεθαύριο θά γιορτάσουμε τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Πάλι θά ἑτοιμάσουμε γιορταστικό διάκοσμο, θά βγοῦμε γιά ψώνια, γιά νά χαροῦν οἱ αἰσθήσεις μας, θά ἀνταλλάξουμε εὐχές κι ὕστερα…, μόλις περάσει ἡ ἡμέρα αὐτή ριγμένοι πάλι στήν καθημερινότητα τοῦ βίου ξεχνοῦμε ὅσα αἰσθησιακά γιορτάσαμε.
…« διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν »…
Τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε καί ἐμεῖς νά γίνουμε θεοί, δέν μᾶς συγκινεῖ πιά. Κυριευμένοι ἀπό τό μεθύσι τῆς τεχνολογίας καί τῆς ψευδαισθήσεως τῆς αὐτονομίας ξεχνοῦμε τήν ὑλική μας περατότητα καί διακηρύσσουμε, στεντορίᾳ τῇ φωνῇ, τή φαντασίωση τῆς ἰσοθεΐας μας κατά τό παράδειγμα τοῦ προπάτορα μας. Ὅμως ὅσες κατακτήσεις κι ἄν κάνουμε ἡ τελική μας ἀποκατάσταση βρίσκεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως γιά νά μήν εἶναι μόνο ἕνα εὐχολόγιο, χρειάζεται νά ἀνοίξουμε τίς καρδιές γιά νά κατανοήσουμε καλά τίς προοπτικές καί ἐλπίδες πού μᾶς χαρίζονται μέσα ἀπό τή Γέννησή Του: «διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. 2, 15).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Γεννᾶται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τό γεγονός αὐτό κάθε τι πού χώριζε τήν κοινωνία ἀνάμεσα στό θεϊκό καί τό ἀνθρώπινο ἀνήκει πιά στό παρελθόν.
Γιορτάζοντας Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν γιορτή τοῦ ἀνθρώπου, τή γιορτή μας. Στή γιορτή ὅλα πρέπει νά ἔχουν συμμετοχή καί περισσότερο ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι μεγάλο κρῖμα στή μεγάλη αὐτή γιορτή, ἀντί νά χαιρόμαστε καί νά ἀπολαμβάνουμε τίς συνέπειες τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος, ἡ καρδιά τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό θλίψη ἐξαιτίας τῶν ὅσων ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος πρός τό συνάνθρωπό του. Μιλοῦμε γιά εἰρήνη καί τήν ἐπιχειροῦν νά τήν ἐπιβάλλουν μέ τόν πόλεμο. Θέλουν νά ἐξαφανίσουν, κατά ὅπως τό λένε, ἀπό τόν κόσμο τήν τρομοκρατία μέσα ἀπό τήν ἰσχύ τῶν ὅπλων καί ἀντί νά τήν ἐξαλείψουν δημιουργοῦν πολλαπλάσιους τρομοκράτες. Ἡ εἰρήνη στόν κόσμο μονάχα μέσα ἀπό τήν ἀγάπη ἐπιβάλλεται καί ἡ τρομοκρατία μόνο μέσα ἀπό τήν εἰλικρίνεια ἐπιτυγχάνεται. Καί τά δυό ὅμως αὐτά εἶναι παιδιά τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἀποδοχή τοῦ εὐαγγελίου τῆς θείας ἐνανθρωπίσεως. Μόνο ἄν γεννηθεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἀληθινά ἀπολαμβάνει τήν υἱοθεσία. Καί τότε ὁ ἄλλος δέν εἶναι πιά ὁ ἀντίπαλος, ἀλλά ὁ ἀδελφός γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός σαρκώθηκε.
(πΚΦ )