Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
( Ματθ. 9, 9-13 ).
Γιορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἱερή μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν περικοπῶν πού τήν ἐποχή αὐτή διαβάζονται στήν θεία Λειτουργία καί εἶναι παρμένες, ὅπως γνωρίζετε, ἀπό τή γραφίδα τοῦ εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Τιμῶντας λοιπόν τήν ἁγία του μνήμη ἡ Ἐκκλησία ἀναστέλλει σήμερα τά ἀναγνώσματα ἀπό τόν Λουκᾶ καί ὁρίζει νά διαβάζουμε τό τμῆμα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί συγκεκριμένα τό σημεῖο πού ἀναφέρεται στήν κλήση του ἀπό τόν Κύριο μας στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Τό ἐπισόδειο καί ὁποία περιγράφεται στό 9ο κεφάλαιο τοῦ ἱεροῦ κειμένου πού μᾶς κληροδότησε.
…”εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπί τό τελώνιον Ματθαῖον λεγόμενον“…
Πρίν ποῦμε ὁ,τιδήποτε πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦταν τελώνης καί ἀκριβῶς τήν ὥρα πού βρίσκονταν στήν ὑπηρεσία του προσκαλεῖται γιά ἀκολουθία καί μαθητεία ἀπό τόν Χριστό “εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπί τό τελώνιον Ματθαῖον λεγόμενον“. Τή στιγμή τῆς ὑπηρεσίας του παίρνει τήν πρόσκληση, καί ὁ ἴδιος χωρίς δισταγμό “ἀναστάς ἠκολούθησεν αὐτῷ“, σηκώνεται καί γίνεται μαθητής τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ στιγμή αὐτή μένει ἀνεξίτηλα χαραγμένη στό νοῦ τοῦ Ματθαίου καί τήν καταγράφει στό ἱερό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ ἴδιος σ’ ἄλλο σημεῖο ἔχει καταγράψει καί τήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν στήν ἀκρογιαλιά τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Βέβαια ἡ στιγμή τῆς δικῆς του κλήσεως ἔχει κάτι τό συγκλονιστικό. Οἱ πρῶτοι μαθητές ἦταν ἁπλοί ψαράδες, πού πρόθυμα ἀφήνουν τήν κοπιαστική ψαρική τους τέχνη καί γίνονται ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ματθαῖος ἦταν ἕνας κρατικός ὑπάλληλος σέ μιά θέση πού τοῦ παρεῖχε μιά ἀξιοπρεπή ζωή σ’ αὐτόν καί τήν οἰκογένειά του, ἄσχετα ἄν τό ἐπάγγελμα αὐτό δέν τό ἐκτιμοῦσε ὁ ἁπλός λαός, λόγῳ τῶν αὐθαιρεσιῶν πού ἔκαναν οἱ τελῶνες κατά τήν εἴσπραξη τῶν φόρων. Οἱ ἄλλοι μαθητές εἶχαν ἄσημο ἐπάγγελμα, πού πρόθυμα μπόρεσαν καί τό ἐγκατέλειψαν, μιά καί σάν ἀνθρωποι τοῦ μεροκάματου πού ἔβγαινε ἀνάλογα μέ τίς ἰδιοτροπίες τοῦ καιροῦ.
Εἶναι πραγματικά παράδοξος ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο προσκαλεῖ ὁ Χριστός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού μέσα στήν προαιώνια βούλησή Του ἐπέλεξε γιά νά γίνουν ἀπόστολοι τοῦ Εὐαγγελίου. Παράλληλα ὅμως μᾶς προξενεῖ κατάπληξη καί ἡ προθυμία ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἐγκατέλειψαν τίς δουλειές καί κάθε τι τό δικό τους καί ἔγιναν πιστοί του ἀκόλουθοι. Οἱ ψαράδες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ μέ μεγάλη εὐκολία ἀφήνουν τά δίκτυα καί τίς βάρκες τους, “καί καταγαγόντες τά πλοῖα ἐπί τήν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ” (Λουκ. 5, 11) ἀκόμη καί τόν πατέρα τους ἐγκατέλειψαν ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης. Σήμερα ὁ Ματθαῖος ἀφήνει τήν ἐπικερδή καί κοσμική ἐργασία του καί γίνεται μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πράξη αὐτή τῶν πρώτων ἀκολούθων τοῦ Χριστοῦ θά γίνει ἐπαναλαμβανόμενη. Ὄχι μόνο μετά ἀπ’ αὐτούς, ἀλλά καί μέχρι σήμερα βλέπουμε τίς πιό ἀπίθανες κλήσεις καί ἐντάξεις ἀνθρώπων κάθε ἡλικίας κοινωνικῆς τάξεως στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ “ἀκολούθει μοι” βλέπουμε ὅτι βρῆκε ἄμεση ἀπήχηση στήν καρδιά τοῦ Ματθαίου καί παραιτεῖται ἀπό τή θέση πού βρίσκονταν, ἐγκαταλείπει μιά βεβαιότητα γιά ριφθεῖ σέ μιά περιπέτεια τῆς ὁποίας δέν γνώριζε τήν κατάληξη. Ἡ κατάφασή του, λοιπόν, στήν κλήση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Κύριος φανερώνει τή πίστη του, τή δύναμη πού εἶχε γιά νά νικήσει τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθήσει τό δρόμο τῆς μαθητείας τώρα καί αὔριο τήν περιπέτεια τῆς ἀποστολῆς. Μιά περιπέτεια ἡ ὁποία ὁποία εἶχε μέσα της τή θυσία καί τό μαρτύριο γιά τήν λυτρωτική ἀλήθεια πού κόμιζε ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.
Ἡ πίστη τοῦ Ματθαίου, ἀλλά καί ὅλων τῶν μαθητῶν ὑπογραμμίζει τή σημασία τῆς παρουσίας τους στήν ἔρημο τοῦ κόσμου καί δικαιολογεῖ τήν τιμή πού τούς προσφέρουν “πᾶσαι αἱ γενεαί” τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι σχετικοποιοῦν μέσα ἀπό τή δική τους στάση τή προσφώνηση πού κάνει ὁ κόσμος σέ κάποιες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ἀπονέμοντας τους τό ἐπίθετο τοῦ μεγάλου. Ὅμως ἡ πραγματική μεγαλωσύνη ἐγκρύπτεται στήν ἱκανότητα νά ἀναγνωρίζει κάποιος τήν παρουσία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί νά μή σταματᾶ ἐδῶ, ἀλλά καί νά προσφέρει τήν ὕπαρξή του καί ἄν ἀπαιτηθεῖ, νά τή θυσιάσει γιά τό Εὐαγγέλιο, ὅπως ἔκαναν οἱ πρῶτοι μαθητές καί μαζί μ’ αὐτούς καί ὁ ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ἐκεῖνοι τόσα πολλά θυσίασαν, ἐμεῖς οἱ σημερινοί μαθητές τους τί ἔχουμε θυσιάσει; Ἀκόμη καί τήν ἁμαρτωλότητά μας δέν ἔχουμε τό κουράγιο νά θυσιάσουμε. Καί ἐμφανιζόμαστε νά ἀγαποῦμε πιό πολύ τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της παρά τόν Λυτρωτή καί Θεό μας.
Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μονάχα στούς ἀνθρώπους πού ἐπέλεξε γιά στενούς συνεργάτες. Ἡ κλήση εἶναι διαρκής. Γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μιά κλήση ἀπό τόν Θεό. Καί ἡ γενεσιουργός της αἰτία εἶναι ἡ λαχτάρα τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί καλεῖ τόν καθένα μας χωριστά. Ὁ Θεός καί ὅταν ἐμφανίζεται νά ἐκλέγει ἕνα ἀνθρώπινο τμῆμα καί νά διαλέγεται μαζί του, ὅπως ἔγινε μέ τήν ἐκλογική προετοιμασία μέσα ἀπό τό ἑβραϊκό γένος, τελικά προσκαλεῖ κάθε ἄνθρωπο χωριστά.
Γιά τό Θεό, γιά τήν Ἐκκλησία Του, δέν ὑπάρχει συλλογική κλήση, καί κατά συνέπεια δέν ὑπάρχει ὅπως συνηθίζουμε νά λέμε στούς καιρούς μας, “συλλογική εὐθύνη” ὑπάρχει προσωπική κλήση μέ ὅλες της τίς συνέπειες. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι κοινωνία προσώπων καί ὄχι ἄθροισμα ἀτομικοτήτων, ὁ καθένας ἔχει ξεχωριστή σημασία, μιά καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι μιά ξεχωριστή καί ἀνεπανάλειπτη προσωπική ὕπαρξη. Κάθε μιά ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔχει τή ξεχωριστή καί προσωπική της κλήση καί φυσικά τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη, μέ ὅλη τήν εὐθύνη πού ἔχει. Φτάνει μόνο νά ἀκούσει καί νά ἐννοήσει τήν κλήση του. Καί εἶναι δυστύχημα νά γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο αὐτό καί νά μή καταλαβαίνει γιατί ἦρθε στή ζωή. Καί αὐτή τελικά εἶναι καί ἡ αὐτοκαταδίκη καί ἡ ἀπώλειά του νά ἔρχεται στό εἶναι, καί νά μή θέλει νά καταλάβει τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικῆς του ὑπάρξεως, ἀλλά καί τῆς κλήσεως πού τήν συνοδεύει ἀπό τόν Θεό.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Νά παρακαλοῦμε θερμά τόν Θεό νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς φωτίσει γιά νά καταλάβουμε τήν εὐλογία τῆς κλήσεώς μας. Νἀ ἀντιληφθοῦμε αὐτό πού σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ὁ κάθε χριστιανός εἶναι “ἅγιος” καί ὅλοι εἴμαστε “κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι” (Ἑβρ. 3, 1).
Ὁ Ματθαῖος μετά τήν κλήση του, ὄχι μόνο ἀκολούθησε τόν Χριστό, ἀλλά ὅπως διασώζει στό Εὐαγγέλιό του, ὁ Λουκᾶς, “καταλιπών ἅπαντα ἀναστάς ἠκολούθησεν αὐτῷ καί ἐποίησεν δοχήν μεγάλην Λευΐς αὐτῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ” (Λουκ. 5, 28-29). Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς λιτές λέξεις καταδεικνύεται πόση μεγάλη τιμή αἰσθάνθηκε ὁ τελώνης Ματθαῖος ἀπό τήν τιμή τῆς κλήσες πού τοῦ ἔκανε ὁ Χριστός νά τόν προσκαλέσει κοντά του.
Ὁ Ματθαῖος τίμησε τήν κλήση του, ἔγινε πιστός “ἄχρι θανάτου” καί μακαρίζεται ἔκτοτε.
Ἆραγε ἐμεῖς ἔχουμε ἀντιληφθεῖ τό μέγεθος καί τήν τιμή τῆς δικῆς μας κλήσεως; ἔχουμε καταλάβει στό ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ αὐτή;;
Ὁ Χριστός διαρκῶς κρούει τήν θύρα τῆς καρδιᾶς μας· “ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ” (Ἀποκ. 3, 20).
(πΚΦ )