Κυριακή Δ' ΛΟΥΚΑ
( Λουκ. 7, 5-15 ).
Μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ ζεῖ στόν κόσμο, καί πορεύεται πρός τήν αἰωνιότητα ἡ Ἐκκλησία. Ὁ λόγος, δηλαδή τό κήρυγμα, εἶναι τό οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορικῆς της φανερώσεως μέσα στόν κόσμο. Ἡ διακονία τοῦ λόγου ἦταν πάντοτε μιά παράλληλη πορεία μέ τή λατρεία καί μάλιστα μέ τό γεγονός τῆς θείας Εὐχαριστίας. Λειτουργία τοῦ λόγου καί Λειτουργία τῆς εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ βρίσκονται σέ διαρκή συμπόρευση. Ἡ ἐξάπλωση καί ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο στηρίχθηκε στό κήρυγμα, τή “σπορά“, τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ.
Μιά ἀπό τίς τελευταῖες παραγγελίες τοῦ Κυρίου πρίν τήν Ἀνάληψή Του στόν οὐρανό ἦταν τό: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη… διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν” (Ματθ. 28, 19-20). Τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ἐξαπλώθηκε στόν κόσμο μέσα ἀπό τό κήρυγμα. Μέσα ἀπό τή διδαχή τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἐξαπλώθηκε σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ πραγματικότητα δείχνει τή δύναμη πού ἔχει, καί ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τή μεγαλωσύνη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Διδάσκοντας ὁ Χριστός τή σημερινή παραβολή παρουσιάζει τή σπουδαιότητα, πού ἔχει ὁ λόγος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πῆρε τήν εἰκόνα τοῦ γεωργοῦ, πού βγαίνει στό χωράφι του γιά νά κάνει τή σπορά τοῦ καρποῦ του. Παρομοίασε δηλαδή, τό λόγο του μέ τό σπόρο. Κι’ ἄν ἐξετάσουμε καλά τά λεγόμενα στήν παραβολή τοῦ σπορέως, διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν σημαντικές ἀναλογίες στά φαινομενικῶς αὐτά ἄσχετα πράγματα. Ὁ σπόρος εἶναι ἐξωτερικά μικρός, κρύβει ὅμως ἀνυπολόγιστες δυνάμεις, πού ὅταν βρεθεῖ σέ κατάλληλες συνθῆκες τίς ἀφήνει νά ἐκδηλωθοῦν. Τό ἴδιο καί ὁ θεῖος λόγος. Ἐξωτερικά φαίνεται ἀσήμαντος, ξένος πρός τίς ρητορικές μεγαλοστομίες καί τά σοφιστικά σχήματα τοῦ κοσμικοῦ λόγου πού “κνίθει” τίς ἀκοές. Ὁ θεϊκός λόγος παρά τή φαινομενική ἀσημαντότητά του, κρύβει δυνάμεις, πού σώζουν καί τελικά θεώνουν τόν ἄνθρωπο.
Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά προσέξουμε κάποια ἁπλά, σημαντικά ὅμως σημεῖα. Ὁ κάθε γεωργός βγαίνοντας ἀπό τό σπίτι του γιά νά σπείρει, κοπιάζει. Ἔχει ὅμως στήν καρδιά του τήν ἐλπίδα, ὅτι σπέρνοντας τό σπόρο του στό χωράφι θά ἔλθει ἡ ἐποχή τῆς καλῆς σοδειᾶς. Μέ τήν καρποφορία θά τραφεῖ ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του. Πολλές φορές ὅμως ὁ γεωργός βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ τήν ἀκαρπία. Ἔτσι ἄλλοτε σπέρνει, φυτεύει, ἤ καλλιεργεῖ, ὅμως ἡ καρποφορία νά μήν εἶναι ἡ ἀναμενόμενη. Ὁ σπόρος ἦταν καλός, οἱ προσπάθειες φιλότιμες, ὅμως σάν ἐπακολούθημα ἦρθε ἡ ἀκαρπία. Πολλές φορές ἀπροσδιόριστοι παράγοντες ἐπιδροῦν, καί κάνουν ἀνενεργή τή σπορά. Δέν ἔφταιξε οὔτε ὁ γεωργός, οὔτε ὁ σπόρος. Ὁ παράγοντας γῆ ἔχει τό βασικό μερίδιο στήν ἀκαρπία. Αὐτή ἡ ἀκαρπία, εἰκονολογικά σχετίζεται μέ τό λόγο. Ὁ Χριστός θέλοντας νά προετοιμάσει τούς μαθητές Του, πού θά συνέχιζαν τό ἔργό Του, ἀλλά καί ὅλους τούς κατοπινούς κήρυκες σημειώνει τήν περιπέτεια τοῦ “σπόρου“, καί τελικά τήν ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση στό θεϊκό κάλεσμα. Μονάχα ἕνα μέρος τοῦ σπόρου τοῦ γεωργοῦ τῆς περικοπῆς κάρπισε, ἐπειδή βρῆκε τίς κατάλληλες συνθῆκες νά καρποφορήσει. Αὐτή ἡ ἀναλογική πραγματικότητα συνδυάζεται μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μοιάζει πρός τό ἁπλό σπυρί τοῦ σταριοῦ.
Ὁ λόγος τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως σπάρθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεάνθρωπο Κύριό μας. Τό θεϊκό του λόγο σπέρνουν καί οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου του, οἱ ὁποῖοι κηρύσσουν σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους χωρίς καμμιά διάκριση τό Εὐαγγέλιο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς χριστιανούς αὐξάνει καί καρποφορεῖ, καί γίνονται οἱ ἴδιοι “ἐπιστολή…γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων” (Β’ Κορ. 2, 2).
Παρά τήν ἀφθονία ὅμως τῆς σπορᾱς τοῦ θεϊκοῦ λόγου ὑπάρχει μιά μικρή ἀποτελεσματικότητα, λίγη ἀπήχηση. Ἡ πραγματικότητα αὐτή ὑπάρχει ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κηρύγματος τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ὑπάρχει ἡ ἴδια δεκτικότητα στήν κάθε ἀνθρώπινη καρδιά. Στή διήγηση τῆς περικοπῆς προβάλλονται καί τονίζονται οἱ περιπτώσεις ἀκαρπίας τοῦ σπόρου. Στήν περίπτωση τῆς μή ἀποδοχῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει, ὅτι ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἀπόρριψη ἀπό μέρους μεγάλης μερίδος ἀνθρώπων φταίει ἡ ἀλήθεια πού ἐκπροσωπεῖ. Οἱ λόγοι τῆς ἀπορρίψεως καί κατά συνέπεια τῆς ἀκαρπίας ὀφείλονται στούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους. Τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως δέν ἀφήνει πολλά περιθώρια γιά δεχθοῦμε μέ σοβαρότητα τό λόγο τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Δέν φταίει ἡ ἀλήθεια. Φταίει ἡ πνευματική νωθρότητα πού μᾶς ἔχει κυριεύσει.
Ἄν ὁ θεϊκός λόγος δέν καρποφορεῖ, ἄς μή ἀναζητοῦμε τήν αἰτία, οὔτε στόν κήρυκα, οὔτε στό λόγο. Χρειάζεται μέ εἰλικρίνεια νά δοῦμε τό δικό μας, τό προσωπικό μας χωράφι. Εἶναι μέ πέτρες, εἶναι γεμάτο ἀγκάθια, εἶναι κατάξερο ἀπό τή ξεραΐλα πού τό ἔχουμε ὁδηγήσει; Μέσα ἀπό αὐτή τήν αὐτοεξέταση μποροῦμε νά δοῦμε τήν ποιότητα τῆς πνευματικῆς γῆς πού καθένας μας ἀντιπροσωπεύει καί νά κάνουμε σωστικές διαπιστώσεις γιά τήν πνευματική μας ὀπισθοδρόμιση.
Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως εἶναι μιά εὐκαιρία γιά αὐτέλεγχο καί αὐτογνωσία. Ἐνῶ εὔκολα κρίνουμε καί ἀποδίδουμε εὐθύνες στούς ἄλλους, ἐκπροσώπους, θεσμούς, ἀλλά καί πρόσωπα, πολύ δύσκολα ὅμως ἀγγίζουμε τό μερίδιο τῆς δικῆς μας εὐθύνης. Τή δική μας πέτρινη καί γι’ αὐτό ἄκαρπη ὕπαρξη, πού σκέφτεται καί μεριμνᾶ μόνο τά τοῦ παρόντος βίου, ἐνῶ ἀδιαφορεῖ τά τοῦ πνευματικοῦ της προσανατολισμοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Λέει ἡ Γραφή, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι “ζῶν καί ἐνεργής… καί κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας” (Ἑβρ. 4, 12), πού πεῖ πώς ὅταν βγεῖ ἀπό τό στόμα τοῦ κήρυκα, ἐκείνου πού τόν σπέρνει, ποτέ δέν γυρίζει “κενός”, δηλαδή ἄπρακτος. Ἐδῶ φαίνεται καί ἡ εὐθύνη ὅσων φτάνει στά αὐτιά τους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν ἦρθε ποτέ κανείς νά μᾶς μιλήσει γιά τόν Χριστό καί τή σωτηρία μας ἴσως νά εἴμασταν δικαιολογημένοι καί ἀνεύθυνοι. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔχει φτάσει ὡς ἐμᾶς ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου εἴμαστε χωρίς πρόφαση δικαιολογίας· “εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν” (Ἰωάν. 15, 22). Ὅποιος ἀθετεῖ καί περιφρονεῖ τό λόγο πού κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἀθετεῖ μιά ἀνθρώπινη διδαχή, ἀλλά τόν ἴδιο τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
(πΚΦ )