Κυριακή Γ' ΛΟΥΚΑ
(Λουκ.7, 11-18 ).
Τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τό ὁποῖο πραγματοποιεῖ ὁ Κύριος μας στή Ναΐν τό διηγεῖται μονάχα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς.
Ἡ μικρή πόλη τῆς Ναΐν εἶναι βυθισμένη στό πένθος ἐξαιτίας τοῦ θανάτου ἑνός νέου ἀνθρώπου. Θλιβερή εἶναι ἡ φιγούρα τῆς χήρας μάνας, πού συνοδεύει στή στερνή κατοικία του τό μονάκριβο παιδί της. Ὁλόκληρη ἡ κοινωνία τῆς πόλεως παρευρίσκεται στήν ἐξόδιο τελετή χωρίς καί ἡ ἴδια νά ξέρει ποιό νά πρωτοκλάψει, τό παλληκάρι πού ἔφυγε ἤ, τή δύστυχη μάνα πού ἔμεινε μόνη καί ἔρημη στόν κόσμο καί κλαίει στά συντρίμμια τοῦ θανάτου. Τά μητρικά της σπλάγχνα ἀλγοῦν καί κανείς ἀπό τούς κατοίκους δέν μπορεῖ νά προσφέρει ἴχνος παρηγοριᾶς. Καθημερινό θέαμα σ’ ὅλες τίς γωνιές τῆς γῆς, ἡ θλιβερή πορεία κάποιων ἀνθρώπων, πού συνοδεύουν στό τελευταῖο ταξίδι ἐκεῖνον πού ἀφήνει τόν κόσμο τῶν ζωντανῶν καί ὁδεύει στό χῶρο τῶν νεκρῶν. Τά δάκρυα καί ὁ πόνος συνταράσσουν κάθε νεκρική πομπή. Ὁ θάνατος, αὐτή θλιβερή πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας, θερίζει ἀδιάκριτα ὅλους τούς ἀνθρώπους καί γίνεται ἀκόμη πιό τραγική ἡ πραγματικότητα, αὐτή, ὅταν αὐτός πού πεθαίνει εἶναι νέος ἄνθρωπος.
Ὁ πόνος καί τά δάκρυα συνοδεύουν τήν ἔξοδο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο καί αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά συμβιβασθεῖ μέ τό γεγονός τοῦ θανάτου. “Τί τό περί ἡμᾶς τοῦτο γέγονεν μυστήριον, πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ; καί συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;” ἀποτελεῖ μιά συνεχιζόμενη ἐρώτηση, πού ἀποσχολεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο. Καί ὅσες φιλοσοφικές ἀπαντήσεις κι ἄν προτάθηκαν, δέν κατόρθωσαν νά προσεγγίσουν ποτέ τό ἀκατανόητο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά ψηλαφηθεῖ ἔξω ἀπό τήν ἑρμηνεία τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ προέλευση του καί ἡ παρουσία τοῦ θανάτου ἀνάμεσά μας προέρχεται ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Ὅταν προκλητικό ἐμφανίζεται τό ἀνθρώπινο ἐγώ, κέντρο ἀναφορᾶς τοῦ προπάτορα, διασπάσθηκε ἡ ἁρμονία τοῦ προσώπου, καί ὁδήγησε στίς τεμαχιζόμενες ἀτομικότητες, πού ἀντιμάχεται ἡ μιά τήν ἄλλη. “Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ λέγων· ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ Παραδείσω βρώσει φάγη, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε” (Γέν. 2, 16-17). Ἡ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἔφερε τή δυσαρμονία τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν ἦταν μιά ἐξωτερική τιμωρία, ἀλλά ὁ φυσικός καρπός τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ἡ φιλάνθρωπος βουλή τοῦ Θεοῦ ἐπεμβαίνει ἐπιτρέποντας τήν παρουσία τοῦ θανάτου σάν θεραπεία τῶν κακῶν ἐπιλογῶν τοῦ παροπάτορος: “ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται“, γιά νά σταματήσει ὁ προσωρινός θρίαμβος τοῦ κακοῦ πλέον στήν κάθε ἀνθρωπίνη ἀτομικότητα.
Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται συχνή ἀναφορά στό θάνατο. Αὐτή ἡ ἀναφορά δέν στοχεύει στό νά τρομοκρατήσει τόν ἄνθρωπο ἤ, νά τοῦ καταδείξει τό μάταιο τῶν προσπαθειῶν πού κάνει στούς πολλαπλούς τομεῖς τῶν δραστηριοτήτων του. Ἐκεῖνο πού θέλει νά καταδείξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νέα πραγματικότητα πού δημιουργεῖται μέ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ἀποκορύφωμα τῆς ὁποίας εἶναι ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, μιά καί στό πρόβλημα θάνατος ἡ μοναδική ἀπάντηση εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ ἕνα προσωπικό γεγονός πού καταχωρεῖται στήν ἱστορία του. Ὁ θρίαμβος πάνω στό θάνατο ἔχει πανανθρώπινες διαστάσεις ἐξασφαλίζει καί τή δική μας. Ὁ Χριστός μέσα ἀπό τήν Ἀνάσταση δείχνει καθαρά, ὅτι ὁ θάνατος κατανικήθηκε “οὐκέτι θάνατε κυριεύεις, ὁ γάρ τῶν ὅλων Δεσπότης τό κράτος σου κατέλυσε“. Ἡ νέα “ἡ καινή κτίσις” εἶναι τό μήνυμα πού κομίζει τό Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό κεντρικό νόημα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί ὅταν εἶσαι μέ τόν Ἀναστάντα ζεῖς κάθε στιγμή. Τό βιολογικό τέλος εἶναι ἡ ἀρχή τῆς νέας ζωῆς.
Στήν χήρα γυναίκα, πού συνόδευε τό παιδί της στήν τελευταία του κατοικία, ὁ Χριστός μέ τή συνοδεία του δέν εἶναι μιά μόνο συγκυριακή συνάντηση. Σ’ αὐτήν ὁ Χριστός στέκεται μπροστά στό πανανθρώπινο πρόβλημα τοῦ θανάτου καί δέν ἐξαντλεῖται σέ λόγια παρηγοριᾶς, καί συλλυπητηρίων. Μέ τή φωνή του, πού ἔχει ἐξουσία, προστάζει: “νεανίσκε, σοί λέγω ἐγέρθητι“. Αὐτό τό “ἐγέρθητι” δείχνει καθαρά τήν ἑρμηνεία τοῦ μυστηρίου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ἡ παρουσία του εἶναι καθοριστική γιατί ὁ Ἴδιος αἴρει τήν πικρία τῆς πορείας μας πάνω στή γῆ καί τή μεταβάλλει σέ προοπτική ἀναστάσεως.
Στή θλιμμένη γυναίκα λέει ὁ Χριστός “μή κλαῖε“. Ἀπό τότε καί κάθε στιγμή τό ἐπαναλαμβάνει ἀδιάκοπα. Τό κλάμα καί ὁ ἀπαρηγόρητος θρῆνος δέν ταιριάζουν σ’ ὅσους μέ τό βάπτισμά τους συσσωματώθηκαν στό σταυρωμένο καί ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Ὁ χαιρετισμός τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι παιάνας ἀναστάσιμος. Οἱ ἅγιοι ὅταν συναντοῦν τόν συνάνθρωπο, ἀντί ἄλλου χαιρετισμοῦ λένε: “Χαρά μου, Χριστός ἀνέστη!” Τό Χριστός Ἀνέστη παραμένει ἡ μοναδική μας πραγματική ἐλπίδα.
Γιά τό λόγο αὐτό ἄς μή θρηνοῦμε αὐτούς πού πέθαναν πιστοί στό ἀναστάσιμο μήνυμα, γιατί κοιμήθηκαν ἐν Χριστῷ. Νά θρηνοῦμε τούς ζωντανούς νεκρούς, ὅλους ἐκείνους πού πεθαίνουν δίχως ἐλπίδα, ἄπιστοι, καί ἀμετανόητοι, ξένοι πρός τόν ἀναστάσιμο παιᾶνα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός δέν εἶναι μιά ἱστορική φιγούρα πού ρομαντικά περιόδευε χωριά καί πόλεις κυνηγώντας μιά ἄπιστη χίμαιρα. Εἶναι ὁ Θεός Λόγος πού ἔγινε ἄνθρωπος, πού ἦρθε κοντά μας γιά νά “καταργήσει τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου“, νά λύσει τόν πρόσκαιρο διαβολικό θρίαμβο καί νά δώσει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά βγεῖ νικητής ἀπό τήν παγερή θανατική ἀγωνία.
“Σοί, λέγω ἐγέρθητι“. Ἐγώ, ὁ χορηγός τῆς Ζωῆς προσφέρω καί σέ σένα, ἀλλά καί στόν κάθε ἄνθρωπο τήν δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου. Πράγματι, ὕστερα ἀπό τό θρίαμβο τῆς δικῆς Του Ἀναστάσεως μποροῦμε νά ἐπαναλαμβάνουμε “Ἀνέστη Χριστός! καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι“. Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δίνει τή βεβαιότητα τῆς δικῆς μας νίκης κατά τοῦ θανάτου, τῆς προσωπικῆς μας ἀναστάσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ “ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων“, ὁ “πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν“, εἶναι ἡ δική σου καί ἡ δική μου ἀνάσταση.
(πΚΦ )