ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ
Κυριακή, Α' ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 5, 1- 11).
Μέ τή σημερινή Κυριακή ἀρχίζουν στήν Ἐκκλησία νά διαβάζονται περικοπές παρμένες ἀπό τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο καί μέ μιά παρεμβολή κάποιων ἑορτολογικῶν περικοπῶν, τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων θά συνεχισθοῦν μέχρι τήν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου.
Ἡ σημερινή περικοπή παρουσιάζει τόν Κύριό μας στήν παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Τό πλῆθος τοῦ κόσμου μέ τήν ὀχλοβοή του δέν ἀφήνει πολλά περιθώρια γιά νά ἀκούσουν ὅλοι καί ζητᾶ νά χρησιμοποιήσει τό ψαροκάϊκο τοῦ Σίμωνα καί ἀπό κάπως ψηλότερα νά ἐξαγγείλει τίς σωστικές του ἀλήθειες. Ἐκεῖνο πού ἀσφαλῶς κάνει ἐντύπωση στή σημερινή περικοπή εἶναι τό κουράγιο πού εἶχε ὁ Σίμων, ὁ ψαρᾶς, νά προσφέρει τή ψαρόβαρκά του στόν πρωϊνό ἐπισκέπτη, πού τή ζήτησε γιά νά τή χρησιμοποιήσει σάν ἄμβωνα στό κήρυγμα, πού θέλησε νά ἀπευθύνει στούς συγκεντρωμένους στήν παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ὁ ταπεινός ψαρᾶς ἔχει περάσει μιά κοπιαστική νύκτα ἐργασίας. Καί τό πρωινό στήν παραλία τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ἦταν πολύ κουρασμένος. Ὁλόκληρη τή νύχτα βουτηγμένος στήν ὑγρασία τῆς λίμνης δέν ἔπιασαν τά δίχτυά του οὔτε ἕνα ψάρι. Χωρίς ὄρεξη ἑτοίμαζε τά δίχτυα του γιά τό ἑπόμενο βράδυ.
Τό τέλος τῆς ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ θά γίνει αἰτία γιά μιά καινούργια ἀρχή στόν κατάκοπο Σίμωνα, πού ἡ ἁλιεία τῆς περασμένης βραδυᾶς τόν εἶχε ἀφήσει χωρίς μεροκάματο. Καί τώρα ὁ ἐπισκέπτης τοῦ ζητᾶ νά ρίξει τά δίχτυά του πάλι στή λίμνη· “ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος καί χαλάσατε τά δίχτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν“.
…”ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε“…
Ὁ ἀνοιχτόκαρδος ψαρᾶς, σάν τῆς λίμνης τήν ἀπεραντωσύνη, κάνοντας μιά τυφλή ὑπακοή στήν προτροπή νά ρίξει δίχτυα, τό καταμεσήμερο, πρωτάκουστο γιά τούς γνωρίζοντες ἀπό τή ἁλιευτική τέχνη. Μά ἦταν δυνατόν τό καταμεσήμερο νά ρίξει τά δίχτυα καί νά πιάσει ψάρια; Ἡ λογική τοῦ ἔλεγε ὄχι. Ἡ φωνή τοῦ ἐπισκέπτη πού ἐπίμονα τόν καλοῦσε νά ρίξει τά δίχτυα στή θάλασσα, πού τόν καλοῦσε νά πάει ἀντίθετα στήν ἐμπειρία τῆς ἁλιευτικῆς εἶχε μιά παράξενη ἐπισημότητα. Τό ἔνοιωθε. Ἦταν διαφορετική ἀπό ἄλλες τίς φωνές. Εἶχε πάνω της μιά ἑλκυστική μοναδικότητα, πού τελικά τόν ἔπεισε νά κάνει τήν ἀπόπειρα νά ρίξει πάλι τά δίχτυα στό νερό. Ἡ ὑπακοή του στήν ἐπιταγή αὐτῆς τῆς φωνῆς εἶχε θαυμαστά ἀποτελέσματα. “Καί τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων“. Τά δίχτυά του γεμίζουν ψάρια. Τό πρᾶγμα κάνει τόν ἔμπειρο ψαρά νά γεμίσει ἀπό δέος καί τό μόνο πού κατορθώνει νά ψελλίσει, ὕστερα ἀπό τή θαυμαστή αὐτή ἁλιεία, εἶναι τά λόγια· “ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε“.
…”Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν“…
Ὁ Σίμων σαστισμένος θεωρεῖ τό σημάδι ἀνεξήγητο, πιστεύει στήν ἀναξιότητά του καί παρακαλεῖ τόν ἐπισκέπτη νά ἀποχωρήσει ἀπό τή βάρκα του. Κι ὅμως τήν ἴδια στιγμή πού γίνονταν αὐτά τοῦ προσφέρεται ὁ ἀρραβώνας γιά τήν κατοπινή πορεία του, πού οὔτε ὁ πιό εὐφάνταστος νοῦς θά μποροῦσε σκεφθεῖ. “Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν“. Ὁ ἁπλός καί ἀγράμματος ψαράς θά ἀναλάβει ἔργο εὐαγγελιστοῦ, “τοῦ βαστάσαι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων“. Καί ὑπακούει στήν προσταγή τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται μαθητής Του.
Τρία χρόνια μαζί μέ τούς ἄλλους μαθητές μαθητεύει κοντά στόν Χριστό. Διάστημα μέ πολλά καί ποικίλα γεγονότα νά διαδραματίζονται. Ὁμολογία πίστεως, ἀλλά καί πειρασμός, πτώση καί μακαρισμός. Μαζί του κουβαλεῖ τίς ἀδυναμίες καί τίς ἐντάσεις τοῦ ἐγχειρήματος, καί μέ τούς συμμαθητές προσπαθεῖ νά εἰσδύσει στόν ἄδυτο γνόφο τῆς μαθητείας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Σίμων, πού θά τοῦ δώσει ὁ Χριστός σέ μιά ἄλλη περίπτωση τήν προσωνυμία “Πέτρος“, μέσα ἀπό τό θάμβος τῆς πρώτης συναντήσεώς του μέ τόν Ἰησοῦ γίνεται συνεργάτης στό ἔργο τῆς μαθητείας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, “ἀπό τοῦ νῦν ἔσῃ ἀνθρώπους ζωγρῶν“. Τόν κάλεσε νά τόν ἔκανε ἀπόστολό Του. Ποτέ δέν θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ μιά τέτοια ἀποστολή. Ἀλλά καί κανείς ἄνθρωπος μέ τή λογική τοῦ κόσμου θά μποροῦσε νά πιστέψει, ὅτι σ’ ἕνα τέτοιο ἔργο πελωρίων διαστάσεων καί λεπτῶν χειρισμῶν θά μποροῦσε ποτέ νά ἀνατεθεῖ σ’ ἀνθρώπους, σάν τόν ἁπλό καί ἀγράμματο Σίμωνα. Αὐτό δέν θά μείνει ἀπαρατήρητο. Θά τό σχολιάσει ἀργότερα ὁ Παῦλος· “τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός…ὅπως μή καυχήσεται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ” (Α’ Κορ. 1,27, 29)
Τό ἔργο πού ἀναλαμβάνει ὁ Πέτρος, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πράγματι καθαρά ἔργο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Γιατί πῶς ἦταν δυνατόν ἕνα τέτοιο ἔργο ἀποστολῆς στόν κόσμο καί μαθητείας ὅλων τῶν ἀνθρώπων νά ἀνατεθεῖ σέ ἀνθρώπους ἀγραμμάτους; Πῶς θά μποροῦσαν οἱ ἁπλοί αὐτοί ἄνθρωποι νά ἀναμετρηθοῦν μέ τήν σοφία τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου;
Κι ὅμως τό ἔργο πού τούς ἀνατέθηκε μέ τήν καθοδήγηση καί πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἔφεραν εἰς πέρας γιά νά ἐπαληθευτεῖ ἀκόμη μιά φορά ὁ ἀδιάψευστος λόγος Ἐκείνου, πού τούς ἐξέλεξε καί τούς ἀπέστειλε στόν κόσμο: “Ἐγώ γάρ δώσω ὑμῖν στόμα καί σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιπεῖν, οὐδέ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν” (Λουκ. 21, 15). Αὐτό πολλές φορές δέν γίνεται ἀντιληπτό ἀπό τούς λεγόμενους ἰσχυρούς τοῦ κόσμου καί ἔχουν ἐναντιωθεῖ στό πνευματικό μέγεθος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ κατά καιρούς διῶκτες της ἔχουν νομίσει ὅτι θά ἀφανίσουν τήν Ἐκκλησία. Ἡ προσπάθειά τους εἶναι κόπος μάταιος. Τά ὅσα διατύπωσε μέ μιά μοναδικότητα τό χρυσοστομικό στόμα ἔχουν μιά ἰσχύ διαιώνια: “Πόσοι ἐπολέμησαν τήν Ἐκκλησίαν, καί οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο· αὕτη δέ ὑπέρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκε. Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται (=θριαμβεύει)· ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καί οὐ καταπίπτει ὑπό τῶν ἑλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται ὑπό τῶν ἑλκῶν· χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ’ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται”. (Πρός Εὐτρόπιον Β’).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ Ἐκκλησία θεμελιωμένη στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀπό τόν κόσμο καί πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο, πρίν ἀπό τούς ἀγγέλους. Ἡ κοινωνία καί ἡ ἀδιαίρετη ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό μυστήριο αὐτό ἦρθε καί ἀποκάλυψε στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί προσκάλεσε συνεργάτες ἁπλούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι χωρίς ἴδιον ὄφελος, ἔφεραν σέ πέρας μιά ἀποστολή πού μέ τά συνήθη κριτήρια τῆς συμβατικῆς λογικῆς, ἦταν ἀποτυχημένη ἐξαρχῆς.
Τό Εὐαγγέλιο εἶναι μαθητεία. Ἡ μαθητεία εἶναι μιά ἐπώδυνη σχέση. Ὅπου κι ἄν μαθητεύσει κανείς χρειάζεται ὑπομονή καί προσπάθεια. Ὅταν ὅμως ἡ μαθητεία γίνεται κοντά στό Χριστό τά πράγματα ἀποκτοῦν μιά ἄλλη διάσταση. Προηγεῖται ὁ Λόγος καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀλογία μας. Στήν περίπτωση αὐτή ὅλες οἱ ἐνέργειες μας παίρνουν νέα προοπτική, πού ναί μέν παραξενεύει τούς κατά κόσμον σοφούς, γιατί προχωρεῖ ἀντιθετικά στίς λογικές κατηγορίες τοῦ νοῦ μας, τῆς περιορισμένης γνωστικῆς ἀντιλήψεώς μας ὅμως καταδεικνύει παντοτινά αὐτό πού γράφει ὁ ἀπόστολος “ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μή ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐν δυνάμει Θεοῦ” (Α’ Κορ. 2, 5).
(πΚΦ )