Κυριακή, B' ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 6, 31-36).
Δέν χρειάζεται μεγάλη ἔρευνα γιά νά διαπιστώσει κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές κυριαρχεῖται ἀπό φθόνο γιά τόν συνάνθρωπό του. Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα ψυχικό πάθος, πού ὁδηγεῖ τελικά στό μῖσος μέ ὅλες τίς συνέπειες, πού ἔχει στή ζωή.
Φθόνος καί μῖσος ἀποτελοῦν νοσηρά ψυχικά νοσήματα τά ὁποῖα δέν ἀφήνουν πολλά περιθώρια γιά νά ἀναπτυχθεῖ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἡ ἐπικοινωνία ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνάπτυξη καί προαγωγή τοῦ ἀνθρώπου. “Κοινωνία” λέγεται στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ ἱερή σχέση πού ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, καί εἴμαστε καλεσμένοι σέ ἐπίτευξη αὐτῆς “ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν” (Α’ Κορ. 1, 9). Στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς σχέσεως χρειαζόμαστε ὅμως τήν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης.
Ἡ αἰτία πού ἀναπτύχθηκαν τά πνευματικά νοσογόνα φαινόμενα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἀρρώστεια τῆς καθολικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά ἀποτυχία. Ὁ ἄνθρωπος μέ τούς αὐθαίρετους χειρισμούς του ἀπέτυχε νά ὁλοκληρωθεῖ σάν κοινωνία προσώπων. Ἡ ἀποτυχία αὐτή ξεκίνησε ἀπό τή στιγμή πού ἐλεύθερα ἐπέλεξε τήν αὐτοτέλεια, ἀρνούμενος τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ ἐπιλογή αὐτή τελικά ὁδήγησε ὄχι σ’ ἐκεῖνο πού πίστεψε, ἀλλά στήν ἀποδιοργάνωση τοῦ εἶναι, φθάνοντας ἔτσι στόν τεμαχισμό του σέ ὀντικές πραγματικότητες, πού τόν ὁδήγησαν στήν ἀποσύνθεση, τήν ἀπανθρωπία καί τελικά στό θάνατο.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη πού μᾶς κάνει νά ἀποτυγχάνουμε γιά νά γίνουμε ὁλοκληρωμένες καί ἀκέραιες ὑπάρξεις. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ “εἶναί” μας ἀποκτᾶται μόνο μέσα ἀπό τήν ἀγαπητική ἀποδοχή τοῦ ἄλλου. Ἡ διασπαστικότητα τῆς ἁμαρτίας τεμαχίζει ὁλοένα τήν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση.
Μόνο ἡ ἀγάπη κάνει τόν ἄνθρωπο νά μοιάζει μέ τόν Δημιουργό του. Ὁ Θεός εἶναι μιά διαρκής “ἔκ-χυση” ἀγάπης, ἕνα πλῆθος χρηστότητος, μιά παραφορά ἀγαθότητος. Ὄντας ὅλα αὐτά ὁ Θεός παραγγέλει στόν ἄνθρωπο καί πρίν τήν πτώση, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν καινούργια πραγματικότητα πού ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἐνσάρκωσή τοῦ Θεοῦ Λόγου νά γίνει “υἱός Ὑψίστου“. Παράλληλα δείχνει τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο θά ἐπιτύχει αὐτή τήν πραγματικότητα. Ἔτσι στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀκούγεται ἡ παραγγελία· “Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστι“. Δέν μᾶς λέει νά γίνουμε σοφοί, ὅπως εἶναι ὁ Θεός, οὔτε νά ἀποκτήσουμε δύναμη σάν τόν παντοδύναμο Θεό, ἀλλά ἁπλά καί πολύ χαρακτηριστικά μᾶς δηλώνει νά ἀποκτήσουμε σπλάγχα οἰκτιρμῶν. Αὐτό μεταφράζεται στήν ἐνεργοποίηση τῆς ἀγάπης, τῆς καλωσύνης, μιά καί μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική παίρνει ἀξία καί ἡ σοφία, καί ἡ δύναμη, πραγματικότητες πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέσα στή χρονικότητα τῆς ζωῆς, ὁποῖες δέν εἶναι ὅμως συνοδευτικές στήν αἰωνιότητα.
Πράγματι ἡ ἀγάπη στηρίζεται πάνω στόν θεῖο νόμο, πού εἶναι τυπωμένος στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Ὁ νόμος αὐτός γράφτηκε πρίν ἀπό τόν ἐξ ἀποκαλύψεως Νόμο καί λειτουργεῖ σάν συνείδηση σ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Ὁ Δημιουργός πλάσσοντας τόν ἄνθρωπο τοῦ χάρισε θεῖες καταβολές, πού παρά τή μεσολάβηση τῆς πτώσεως δέν χάθηκαν. Ἀτόνισαν καί ἀμαυρώθηκαν. Δέν μπόρεσε ποτέ ὁ διάβολος νά τίς ἐξαφανίσει, γι’ αὐτό καί κάποια πρόσωπα μέσα στήν μεταπτωτική πορεία τους, καί πρίν ἔλθει τό πλήρωμα τῆς παρουσίας τῆς θείας Ἀγάπης, μπόρεσαν καί εἶπαν, ἀλλά καί ἔπραξαν πράξεις οἰκτιρμῶν. Ὁ Σοφοκλῆς, ὁ μεγάλος τραγικός ποιητής, θά βάλει στό στόμα τῆς Ἀντιγόνης τήν περίφημη ρήση: “οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν” (Σοφοκλέους Ἀντιγόνη, στ. 523) δεῖγμα τῆς ἀλήθειας αὐτῆς. Γι’ αὐτό καί ὅταν ὁ Θεός πραγματοποιεῖ τή ἐπανασυνάντηση μέ τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τή ἐνανθρωπησή του δέν ἀποκαλύπτει τίποτε, πού νά εἶναι ἔξω ἀπό τίς δυνατότητες τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου πού λειτουργεῖ παντοτινά στήν ἀνθρώπινη φύση μας.
Ὁ Θεός δέν γράφει σέ βιβλία, ὁμιλεῖ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Λόγος του πού ἔγινε ἄνθρωπος δέν ἔγραφε, ἀλλά μιλοῦσε στούς μαθητές του, καί στούς χιλιάδες τῶν ἀκροατῶν του, οἱ ὁποῖοι ἀποδείχθηκαν ἡ ζωντανή ἐπιστολή του γραμμένη ” ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις“. Δίδασκε καί ἐνεργοῦσε τήν ἀγάπη καλώντας κάθε ἄνθρωπο νά γίνεται ἀγάπη.
Πολλές φορές ὅλοι μας διερωτούμαστε: “- μά ἐμεῖς βλέπουμε ἀνθρώπους πού ἀδικοῦν, νά ἐμφανίζονται μέ καλωσύνη”. Καί πράγματι ἐμφανίζεται αὐτό τό φαινόμενο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ὅμως κάνουμε μιά ψύχραιμη ἐξέταση θά δοῦμε, ὅτι αὐτό εἶναι φαινόμενο, καί ὄχι παραμόνιμη κατάσταση. Ἡ καλωσύνη πού ἐκφράζουν οἱ ἁμαρτωλοί εἶναι ἐπίπλαστη. Ἡ παρανομία καί τά ἄνομα συμφέροντα συνδέουν πρόσκαιρα τήν ἀνομία καί ἐξαγάγουν πρός τά ἔξω μιά κίβδηλη καλωσύνη, ἡ ὁποία γρήγορα ἐξαφανίζεται, γιά νά τή διαδεχθεῖ ἡ πραγματική ὄψη τοῦ ἀδίκου ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό τή γνησιότητα καί παίρνει ἀπεριόριστες διαστάσεις. Φανερώσεις της ἔχουμε πάντοτε, καί καλύπτει ὄχι μόνο τούς γνωστούς καί φίλους, ἀλλά κάθε ἄνθρωπο ἀδιακρίτως. Τό γνήσιο ἦθος αὐτῆς πραγματώνεται στήν παραγγελία τοῦ Χριστοῦ μας: “εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τούς ἀγαπῶντας αὐτούς ἀγαπῶσι. καί ἐάν ἀγαθοποιῆτε τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; … πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν… καί μηδέν ἀπελπίζοντες… καί ἔσεσθε υἱοί ὑψίστου“.
Ἡ ἀγάπη σάν τρόπος ζωῆς διδάσκεται ἀπό τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. “Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως“.
Ἀπό τά Κυριακά αὐτά λόγια φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μόνο ἕνα θεώρημα, ἀλλά μιά βιωματική πραγματικότητα. Οὔτε νόμοι, οὔτε συμβάσεις, μποροῦν νά καταχωρήσουν τόν παλμό τῆς καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ, καί ἡ ὁποία δέν θέλει νά βλέπει κάποιο κακό νά λαμβάνει χώρα μέσα στόν κόσμο. Ἡ πραγματική ἀγάπη, αὐτή πού ὁριοθετεῖται μέσα ἀπό τήν περικοπή τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος εἶναι μιά διαρκής “καῦσις” κατά πώς τήν περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος: ” Καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως· ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ῥέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα· … καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καί οὐ βαστάσαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἐν τῆ κτίσει γινομένην…”.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὅταν στά πλαίσια αὐτά κινεῖται ἡ καρδιά τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, τότε ἀπεργάζεται μέσα ἀπό τή χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος τόν εὐαγγελικό νόμο τῆς ἀγάπης καί πραγματώνει τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης μέ τ’ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Τότε μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τήν πραγματική ἑνότητα τῆς κοινῆς σ’ ὅλους μας ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀποτελώντας πραγματική “ὁμοίωση” πρός τόν Δημιουργό του, τή φανέρωση τῆς μιᾶς καί ἀδιαιρέτου Φύσεως σέ κοινωνία τελείας ἀγάπης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων.
(πΚΦ )