Μετά την Ύψωσις Του Τιμίου Σταυρού
(Μάρκ. 8, 34- 9, 1).
Ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα χαρακτηρίζει τή σημερινή Κυριακή ὡς “Κυριακή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ“. Εἶναι ἡ πρώτη Κυριακή πού ἀκολουθεῖ μετά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως. Εἶναι μεγαλοπρεπής ἡ τελετή πού πραγματοποιεῖται σέ κάθε ὀρθόδοξο Ναό. Μέσα στ’ ἁγιασμένα κλαδιά τοῦ βασιλικοῦ ἦταν τοποθετημένο τό “τρισμακάριστον ξύλον” ἐνῶ χιλιάδες χριστιανῶν ἔσπευδαν νά τό ἀσπασθοῦν καί νά λάβουν τόν ἁγιασμό καί τήν εὐλογία. Νά ὁπλισθοῦν μέ τή δύναμη πού ἐκπηγάζει ἀπ’ τήν ζωηφόρο Χάρη του γιά νά συνεχίσουν τή σταυρωμένη πορεία τούτης τῆς ζωῆς.
…”ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν“…
Στήν ἀρχή τῆς σημερινῆς περικοπῆς τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δεσπόζει μιά πρόσκληση, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στόν κάθε ἄνθρωπο “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν“. Κανένα δέν ἐξαναγκάζει ὁ Θεός νά ἀκολουθήσει τήν πορεία γιά τή σωτηρία. Δίχως τήν ἐνεργό συγκατάθεση τῆς καρδιᾶς μας δέν γίνεται ἀκολουθία Χριστοῦ, καί ἄρα ἐπάνοδος στήν κατά φύση ζωή.Ἡ κατά Χριστόν ἀκολουθία χρειάζεται ἀπάρνηση τοῦ παλαιοῦ καί ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας, δηλαδή τῶν παθῶν καί ἁμαρτωλῶν κλίσεων καί ἐπιθυμιῶν καί νά “ἄρῃ“, νά σηκώσει τό σταυρό τῶν δοκιμασιῶν πού συνοδεύουν τή ζωή καί γιά νά κυριολεκτοῦμε τήν κατά Χριστόν ζωή. Σέ τούτη τή ζωή πολλοί ἀκολουθοῦν ἀνθρώπους μέ φανταχτερά ὀνόματα, θαμπώνουν ἀπό τήν προσωρινότητα τῆς αἴγλης πού ἐκπέμπουν καί γίνονται ὀπαδοί τους καί πολλές φορές μάλιστα φανατικοί ὀπαδοί. Προσδοκοῦν καί ἐλπίζουν, μά γρήγορα ἔρχεται ἡ ἀπογοήτευση. Οἱ φροῦδες ἐλπίδες πού στήριξαν σ’ αὐτούς τούς γρήγορα ἐξανεμίζονται.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει ἄνεση, ἔχει σταυρό. Γιατί ἡ κατανίκηση τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεως μας, ἡ ὑπέρβαση τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, ἀπαιτεῖ καί τό σταύρωμά του. Τό τέλος αὐτῆς τῆς προσπάθειας εἶναι ἡ ἐλευθερία μας ἀπ’ ὅλες ἐκεῖνες τίς ροπές πού μᾶς κρατοῦν ὑποδουλωμένους. Ὁ ἄνθρωπος στρέφεται δυστυχῶς μονάχα στήν ἐξωτερική του ἐλευθερία, ἀδιαφορώντας γιά τό ὅτι εἶναι δεσμώτης τῆς κακίας καί τῶν ἐπακολουθημάτων της, πού τόν ἐγκλείουν σέ μιά ζωή ἀνελεύθερη γεμάτη φρίκη. Ὁ ναρκωμανής εἶναι ἐξωτερικά ἐλεύθερος, ὅμως εἶναι φρικτός σκλάβος τοῦ πάθους του.
…”ὁ πλάσας ἀπ’ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον, ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον“…
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάρει πολύτιμη προίκα ἀπό τόν Δημιουργό του τήν ἐλευθερία “ὁ πλάσας ἀπ’ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον, ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον” ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τοῦ ἔδωσε δηλαδή τή δύναμη, νά μπορεῖ νά σκέπτεται, νά ἀποφασίζει, ἀκόμη καί νά ἀπορρίπτει τήν κοινωνία μαζί Του καί νά διαλέγει τόν τρόπο ζωῆς πού ὁ ἴδιος ἐπιθυμεῖ.
Ἔτσι πάνω ἀπ’ ὅλα ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία μας. Ἡ ἐλευθερία πού δόθηκε ἐξ’ ἀρχῆς καί ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξεχωρίζει ἀπ’ ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλευθερία αὐτή εἶναι ὄχι τόσο ἐξωτερική, ὅσο ἐσωτερική, ὁποία εἶναι καί ἡ ὄντως ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐλεύθερος νά παραμείνει κοντά στό Θεό. Ἀλλά καί ἐλεύθερος νά ἀπομακρυνθεῖ. Ἡ κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας μέσα ἀπ’ τήν ἀνυπακοή ὁδήγησε στήν πτώση, τή φθορά, τό θάνατο.
Ἀλλά καί στήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία πάλι προβάλλεται ἡ ἐλευθερία σάν προϋπόθεση ἐπαναφορᾶς στόν ἀρχικό προορισμό. Ὁ καθένας μας ἀργά ἤ γρήγορα παίρνει τήν ἀπόφασή του γιά τήν ἀκολουθία Χριστοῦ, ἤ τήν ἀπόρριψή της. Στήν πρώτη περίπτωση γιά νά εἶναι γνήσια, χρειάζεται τόλμη καί ταπείνωση στήν ὑλοποίησή της, γιατί ἡ θυσιαστική πράξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ στήν πραγμάτωσή του ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀπόλυτη ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια, ἀλλά καί ἡ προσέγγισή τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀγάπης ἀπό μέρους μας κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπό ἀληθινή ταπείνωση, ἀπόλυτη ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας μας.
…”ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;” …
Στήν περίπτωση τῆς ἀπόρριψης ὁ ἄνθρωπος αὐτοκαδικάζεται μιά καί ζεῖ μιά ψευτοζωή, χωρίς προορισμό καί ἐλπίδα. Καί ὅσα κι ἄν ἀποκτηθοῦν στό κόσμο αὐτό δέν μποροῦν νά ἐξισορροπήσουν τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας μας τῆς ὑπάρξεως, “ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ“; Μέσα ἀπό τό θεληματικό δρόμο τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ βρίσκουμε τήν ἀπάντηση καί στό ὑπαρξιακό μας ἐρώτημα τό ὁποῖο συμποσοῦται στίς λέξεις τοῦ Ἴδιου τοῦ προαιωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ· “Ἐγώ εἶπα, Θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες” (Ψαλ. 81, 6).
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού σάν καραμέλα πιπιλίζεται ἡ θεωρία τῶν λεγομένων “ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων“. Καί εἶναι στ’ ἀλήθεια παράδοξο, καί ταυτόχρονα προκλητικό νά μιλοῦμε σήμερα στό εὐαγγέλιο γιά ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί μέ ὅσα συνεπάγεται αὐτή ἡ ἀπάρνηση. Ὅμως τό “ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν” τοῦ Κυριακοῦ λόγου εἶναι μιά κουβέντα τῆς ὁποίας τό μέγεθος ἐπισημειώνει, τόσο τό σεβασμό τοῦ δικῶν μας, ὅσο καί τῶν δικαιωμάτων ὅλων ὅσων βρίσκονται δίπλα μας. Ὁ σωστός χριστιανός εἶναι ὁ πρῶτος πού σέβεται τά δικαιώματα τῶν ἄλλων, γιατί αὐτός θεωρεῖ τόν κάθε ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί τόν ἀντιμετωπίζει ὡς θεόμορφο. Μονάχα μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή εἶναι δυνατός ὁ σεβασμός του, ἀλλά καί τῶν δικαιωμάτων του. Δικαιώματα πού εἶναι ἴσα καί σεβαστά ὅπως καί τά δικά μας. Ὅταν ἀντιμετωπίζουμε τόν συνάνθρωπό μας μέσα ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα, τότε ἔχει ἀξία τό δικό μας δικαίωμα. Γιά νά λειτουργεῖ μέ σεβασμό τῶν δικαιωμάτων ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά βιώνει ἐνσυνείδητα τήν εὐαγγελική ζωή. Τότε καί ὁ ἰσχυρός δέν ἔχει τό δικαίωμα νά καταπατεῖ καί νά ὑβρίζει τόν ἄνθρωπο, τήν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Τό πρόβλημα τῆς καταπατήσεως τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄλλου τό δημιουργεῖ ἡ ἐγωκεντρική συμπεριφορά μας. Ἡ ἐπιθυμία μας γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἰδίου ὀφέλους προκαλεῖ τήν ἀποξένωσή ἀπό τόν συνάνθρωπό μας καί τῶν δικῶν του δικαιωμάτων. Κανένας νόμος καί καμμιά χάρτα δικαιωμάτων δέν μπορεῖ νά τά κάνει σεβαστά ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μόνο ὅταν δοῦμε τά πάντα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅταν ὁ σεβασμός αὐτός βγαίνει ἀπό τά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς τότε μποροῦμε νά σεβόμαστε τήν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν συνάνθρωπό μας. Ἔτσι μᾶς τό δίδαξε ὁ Κύριος καί Θεός μας. ἔτσι κήρυξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Πατέρες, ἔτσι συνεχίζουμε καί ἐμεῖς σήμερα καί μάλιστα πολλοί ἀπό τούς σύγχρονους πιστούς, πού μένουν ἄγνωστοι κι ὅμως δίνουν τήν μαρτυρία τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό μιά θυσιαστική αὐταπάρνηση τῆς ὁποίας “Κύριος ὁ Θεός μνησθείη ἐν τῇ Βασιλεία αὐτοῦ, Ἀμήν” .
(πΚΦ )